καταχρώμαι

From LSJ

τὰ σιτία καὶ τὸ ποτὸν ὁμαλίζειν → reduce food and drink to a uniform mass

Source

Greek Monolingual

(AM καταχρῶμαι, -άομαι, Α και καταχρέομαι)
1. κάνω μεγάλη χρήση ενός πράγματος, χρησιμοποιώ κάτι πάρα πολύ («καταχρῆται ἡ φύσις ἐν παρέργῳ τῇ... ἀναπνοῇ πρὸς τὴν ὄσφρησιν», Αριστοτ.)
2. κάνω κακή ή υπέρμετρη χρήση ενός πράγματος, κάνω κατάχρηση (α. «καταχράται την καλοσύνη μου» β. «καταχρῆσθαι ὀνόματι» — να χρησιμοποιούν το όνομα κακώς, με εσφαλμένη σημασία, Αριστοτ.)
νεοελλ.
σφετερίζομαι, ιδιοποιούμαι χρήματα που μού εμπιστεύθηκε κάποιος («οι επίτροποι καταχράστηκαν τα χρήματα της εκκλησίας»)
αρχ.
1. κάνω κάποιον ή κάτι ό,τι θέλω, μεταχειρίζομαι κάποιον ή κάτι κατά βούληση («οὐδ' ἥκω παραιτησόμενος ὑμᾱς, ἀλλὰ καταχρήσασθέ μοι, εἰ δοκῶ τοιοῦτος εἶναι», Αισχίν.)
2. εξαντλώ με την πολλή χρήση, καταναλίσκω, δαπανώ (α. «τά τε ὀφειλόμενα, καὶ εἰς ὅ, τι ἕκαστον αὐτῶν κατεχρήσατο», Δημοσθ.
β. «ἀνάγκη γὰρ τὰ μὲν μέγιστ' αὐτῶν ἤδη κατακεχρῆσθαι» — είναι ανάγκη τα πιο σημαντικά από αυτά να έχουν καταναλωθεί με τη συχνή χρήση, Ισοκρ.)
3. διασκορπίζω, σπαταλώ, διασπαθώ («καταχρησάμενος τῇ φερνῇ», πάπ.)
4. φθείρω, καταστρέφω, αφανίζω, φονεύω («τέῳ δὴ μόρῳ τὸν παῖδα κατεχρήσαο», Ηρόδ.)
5. ισχυρίζομαι, υποστηρίζω («ἐξαπατῆσαι... τοὺς δικαστάς, οἵτινες κατεχρῶντο, ὡς...», Δημοσθ.)
6. ενεργ. καταχρῶ, -άω (μόνο στην ιων. διάλ. και πάντοτε στο γ' εν. πρόσ.) καταχρᾷ, κατέχρα, καταχρήσει
α) χρησιμεύει («ἀντὶ μὲν λόφου ἡ λοφιὴ κατέχρα», Ηρόδ.)
β) (ως απρόσ.) είναι αρκετό, φθάνει («οὐδὲ οἱ καταχρήσει... ὑμέων ἀπέχεσθαι» — ούτε θα αρκέσει σ' αυτόν να απομακρύνει τα χέρια του από σάς, Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + χρῶμαι «χρησιμοποιώ»].