τέρθρο: Difference between revisions

m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)"
m (Text replacement - "Πολυδ" to "Πολυδ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. )")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το / [[τέρθρον]], ΝΑ<br /><b>ναυτ.</b> το εξώτατο [[άκρο]] του κέρατος του επιδρόμου, κν. [[σήμερα]] [[πινό]] του πικιού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το πιο ακραίο, το έσχατο [[σημείο]] ενός πράγματος («ῥινῶν ἔσχατα τέρθρα», <b>Πολυδ.</b>)<br /><b>2.</b> το [[τέρμα]] της ζωής, ο [[θάνατος]]<br /><b>3.</b> (για [[ασθένεια]]) [[κρίση]]<br /><b>4.</b> (για [[βουνό]]) η [[κορυφή]]<br /><b>5.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> α) «[[στέγη]] οικίας» <br />β) «τὸ [[ἄκρον]] τοῦ κέρως»<br /><b>6.</b> ([[κατά]] τον <b>Πολυδ.</b>) «τὸ τῶν παρωτίδων [[μέχρι]] κλειδῶν [[μέρος]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. έχει σχηματιστεί από τη [[ρίζα]] <i>ter</i>- «[[τρυπώ]], [[διαπερνώ]]» (<b>πρβλ.</b> [[τείρω]], [[τετραίνω]], [[τέρετρο]]), με [[επίθημα]] -<i>θρον</i> (<b>πρβλ.</b> <i>βάρ</i>-<i>θρον</i>). Η λ. με αρχική σημ. «[[άκρο]], [[τέρμα]], [[σημείο]] αιχμής» (για τη σημ. της λ. <b>βλ.</b> και λ. [[τέρμα]]) χρησιμοποιήθηκε ως [[τεχνικός]] όρος της ναυτικής ορολογίας].
|mltxt=το / [[τέρθρον]], ΝΑ<br /><b>ναυτ.</b> το εξώτατο [[άκρο]] του κέρατος του επιδρόμου, κν. [[σήμερα]] [[πινό]] του πικιού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το πιο ακραίο, το έσχατο [[σημείο]] ενός πράγματος («ῥινῶν ἔσχατα τέρθρα», <b>Πολυδ.</b>)<br /><b>2.</b> το [[τέρμα]] της ζωής, ο [[θάνατος]]<br /><b>3.</b> (για [[ασθένεια]]) [[κρίση]]<br /><b>4.</b> (για [[βουνό]]) η [[κορυφή]]<br /><b>5.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> α) «[[στέγη]] οικίας» <br />β) «τὸ [[ἄκρον]] τοῦ κέρως»<br /><b>6.</b> ([[κατά]] τον <b>Πολυδ.</b>) «τὸ τῶν παρωτίδων [[μέχρι]] κλειδῶν [[μέρος]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. έχει σχηματιστεί από τη [[ρίζα]] <i>ter</i>- «[[τρυπώ]], [[διαπερνώ]]» (<b>πρβλ.</b> [[τείρω]], [[τετραίνω]], [[τέρετρο]]), με [[επίθημα]] -<i>θρον</i> ([[πρβλ]]. [[βάρθρον]]). Η λ. με αρχική σημ. «[[άκρο]], [[τέρμα]], [[σημείο]] αιχμής» (για τη σημ. της λ. <b>βλ.</b> και λ. [[τέρμα]]) χρησιμοποιήθηκε ως [[τεχνικός]] όρος της ναυτικής ορολογίας].
}}
}}