ἰοειδής: Difference between revisions

m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
m (Text replacement - "epith." to "epithet")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ές (Α [[ἰοειδής]], -ές)<br />αυτός που έχει το [[χρώμα]] του ίου, [[μενεξεδής]], [[ιόχρους]] («ἰοειδέα πόντον», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα ιοειδή</i><br />[[οικογένεια]] δικοτυλήδονων [[φυτών]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ευωδιάζει όπως το ίον, [[ευώδης]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἰοειδές</i> ή <i>ἰώδες</i><br />το [[χρώμα]] του ίου, το μενεξεδί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἴον</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[εἶδος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ατρακτο</i>-<i>ειδής</i>, <i>κολλο</i>-<i>ειδής</i>].<br /><b>(II)</b><br />[[ἰοειδής]], -ές (Α)<br />αυτός που περιέχει ιό, [[δηλητήριο]], ο [[δηλητηριώδης]], ο [[φαρμακερός]] («ἰοειδὲς [[κέντρον]]», <b>Νίκ.</b>)<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰός</i> (III) <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>].
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ές (Α [[ἰοειδής]], -ές)<br />αυτός που έχει το [[χρώμα]] του ίου, [[μενεξεδής]], [[ιόχρους]] («ἰοειδέα πόντον», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα ιοειδή</i><br />[[οικογένεια]] δικοτυλήδονων [[φυτών]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ευωδιάζει όπως το ίον, [[ευώδης]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἰοειδές</i> ή <i>ἰώδες</i><br />το [[χρώμα]] του ίου, το μενεξεδί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἴον</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[εἶδος]]), [[πρβλ]]. <i>ατρακτο</i>-<i>ειδής</i>, <i>κολλο</i>-<i>ειδής</i>].<br /><b>(II)</b><br />[[ἰοειδής]], -ές (Α)<br />αυτός που περιέχει ιό, [[δηλητήριο]], ο [[δηλητηριώδης]], ο [[φαρμακερός]] («ἰοειδὲς [[κέντρον]]», <b>Νίκ.</b>)<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰός</i> (III) <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm