ἕννυμι: Difference between revisions

m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἕννυμι]] και ἑννύω, ιων. τ. [[εἵνυμι]] και εἱνύω (Α)<br /><b>1.</b> [[ντύνω]], [[περιβάλλω]] κάποιον με [[κάτι]] (ενδύματα, [[ασπίδα]], [[πανοπλία]] <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>2.</b> (μέσ. και παθ. με αιτ. πράγμ.) ντύνομαι, [[φορώ]] [[κάτι]] («κακὰ δὲ χροΐ εἵματα [[εἷμαι]]» — έχω φορέσει στο [[σώμα]] μου παλιόρουχα, <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[σκεπάζω]] το [[σώμα]] μου, σκεπάζομαι, καλύπτομαι («ὦ τὸν ἀεὶ κατὰ γᾱς σκότον εἵμενος» — ω εσύ, που έχεις σκεπαστεί με το αιώνιο [[σκοτάδι]] του Άδη, <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο [[αττικός]] ενεστώτας <i>έννῡμι</i> και ο ιων. <i>είνῡμι</i> προέρχονται από τ. <i>Fεσ</i>-<i>νῡ</i>-<i>μι</i> και ανάγονται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>wes</i>- «[[ντύνω]], [[φορώ]]», που αποτελεί πιθ. παρεκτεταμένη σε -<i>es</i>- [[μορφή]] της ρίζας <i>eu</i>-, η οποία απαντά στα λατ. <i>ex</i>-<i>u</i><i>ō</i> «[[ξεντύνω]]», <i>ind</i>-<i>u</i><i>ō</i> «[[ντύνω]]». Η ύπαρξη [[διπλού]] -<i>ν</i>- στο [[έννυμι]], που οφείλεται σε [[αφομοίωση]] του -<i>σ</i>- [[προς]] το -<i>ν</i>-, αποτελεί βασικό [[φαινόμενο]] της αττικής διαλέκτου για λέξεις [[αυτού]] του τύπου (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ζών</i>-<i>νῡμι</i>, <i>σβέν</i>-<i>νῡμι</i>). Ο ελλ. τ. αντιστοιχεί ακριβώς στο αρμεν. <i>z</i>-<i>genum</i> «ντύνομαι», ενώ η Ινδο-ιρανική και η Χεττ. εμφανίζουν τύπους αθέματου ριζικού ενεστώτα (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ινδ. <i>vaste</i> «ντύνεται», β' πληθ. ενεργητ. προστ. χεττ. <i>veš</i>-<i>ten</i>, γ' εν. οριστ. μέσου ενεστώτα <i>veš</i>-<i>tα</i>), που αντιστοιχεί στον ομηρικό τ. [[είμαι]] (<span style="color: red;"><</span> <i>Fεσ</i>-<i>μαι</i>), [[μολονότι]] η μτχ. <i>ειμένος</i> δείχνει ότι ο τ. λειτουργεί ως παρακμ. Τέλος, με τη [[ρίζα]] του [[έννυμι]] συνδέονται και οι λέξεις [[έσθος]], <i>εσθής</i> (-<i>ήτος</i>), [[είμα]], [[ιμάτιο]], <i>αμφίεσις</i>].
|mltxt=[[ἕννυμι]] και ἑννύω, ιων. τ. [[εἵνυμι]] και εἱνύω (Α)<br /><b>1.</b> [[ντύνω]], [[περιβάλλω]] κάποιον με [[κάτι]] (ενδύματα, [[ασπίδα]], [[πανοπλία]] <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>2.</b> (μέσ. και παθ. με αιτ. πράγμ.) ντύνομαι, [[φορώ]] [[κάτι]] («κακὰ δὲ χροΐ εἵματα [[εἷμαι]]» — έχω φορέσει στο [[σώμα]] μου παλιόρουχα, <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[σκεπάζω]] το [[σώμα]] μου, σκεπάζομαι, καλύπτομαι («ὦ τὸν ἀεὶ κατὰ γᾱς σκότον εἵμενος» — ω εσύ, που έχεις σκεπαστεί με το αιώνιο [[σκοτάδι]] του Άδη, <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο [[αττικός]] ενεστώτας <i>έννῡμι</i> και ο ιων. <i>είνῡμι</i> προέρχονται από τ. <i>Fεσ</i>-<i>νῡ</i>-<i>μι</i> και ανάγονται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>wes</i>- «[[ντύνω]], [[φορώ]]», που αποτελεί πιθ. παρεκτεταμένη σε -<i>es</i>- [[μορφή]] της ρίζας <i>eu</i>-, η οποία απαντά στα λατ. <i>ex</i>-<i>u</i><i>ō</i> «[[ξεντύνω]]», <i>ind</i>-<i>u</i><i>ō</i> «[[ντύνω]]». Η ύπαρξη [[διπλού]] -<i>ν</i>- στο [[έννυμι]], που οφείλεται σε [[αφομοίωση]] του -<i>σ</i>- [[προς]] το -<i>ν</i>-, αποτελεί βασικό [[φαινόμενο]] της αττικής διαλέκτου για λέξεις [[αυτού]] του τύπου ([[πρβλ]]. <i>ζών</i>-<i>νῡμι</i>, <i>σβέν</i>-<i>νῡμι</i>). Ο ελλ. τ. αντιστοιχεί ακριβώς στο αρμεν. <i>z</i>-<i>genum</i> «ντύνομαι», ενώ η Ινδο-ιρανική και η Χεττ. εμφανίζουν τύπους αθέματου ριζικού ενεστώτα ([[πρβλ]]. αρχ. ινδ. <i>vaste</i> «ντύνεται», β' πληθ. ενεργητ. προστ. χεττ. <i>veš</i>-<i>ten</i>, γ' εν. οριστ. μέσου ενεστώτα <i>veš</i>-<i>tα</i>), που αντιστοιχεί στον ομηρικό τ. [[είμαι]] (<span style="color: red;"><</span> <i>Fεσ</i>-<i>μαι</i>), [[μολονότι]] η μτχ. <i>ειμένος</i> δείχνει ότι ο τ. λειτουργεί ως παρακμ. Τέλος, με τη [[ρίζα]] του [[έννυμι]] συνδέονται και οι λέξεις [[έσθος]], <i>εσθής</i> (-<i>ήτος</i>), [[είμα]], [[ιμάτιο]], <i>αμφίεσις</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm