εύκαιρος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10"
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. , ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὔκαιρος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται στον κατάλληλο χρόνο, στην κατάλληλη [[περίσταση]], στην ώρα του («εὐκαίρων ὑδάτων... γινομένων», Θεόφρ.)<br /><b>2.</b> (για χώρους, οικήματα, δοχεία <b>κ.λπ.</b>) [[κενός]], [[άδειος]], ο [[έρημος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν έχει συγκεκριμένη [[απασχόληση]], ο [[ελεύθερος]], ο [[διαθέσιμος]] («δεν [[είμαι]] [[εύκαιρος]] για [[κουβέντα]]»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>εὔκαιρον</i><br />σε εύθετο χρόνο, σε κατάλληλη [[περίσταση]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> ο [[ανόητος]], ο [[άτοπος]]<br /><b>2.</b> [[έτοιμος]]<br /><b>3.</b> στερημένος<br /><b>4.</b> [[άχρηστος]]<br /><b>5.</b> [[άπρακτος]]<br /><b>6.</b> αυτός που γίνεται ανώφελα, ο [[μάταιος]], ο [[άσκοπος]]<br /><b>7.</b> (για [[γυναίκα]]) επιπόλαιη, άστατη<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[τόπο]]) αυτός που βρίσκεται στην κατάλληλη [[τοποθεσία]] («εὐκαιρους διώρυγας κατασκευάσας», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για πράγματα) ο [[κατάλληλος]], ο [[εύκολος]] για [[κάτι]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ εὔκαιρον</i><br />α) κατάλληλη [[περίσταση]], [[ευκαιρία]]<br />β) [[πλούτος]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «καιρὸς [[εὔκαιρος]]» — [[ευκαιρία]], ευνοϊκή [[περίσταση]]<br />β) «εὔκαιρον (ἐστιν)» — [[είναι]] [[ευκαιρία]], [[είναι]] επίκαιρο να... <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευκαίρως</i> και [[εύκαιρα]] (ΑΜ εὐκαίρως Μ και εὔκαιρα)<br />στον κατάλληλο χρόνο, εγκαίρως<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />άδικα, [[μάταια]], άσκοπα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> με [[ευμένεια]], ευνοϊκά<br /><b>2.</b> στον κατάλληλο [[τόπο]], σε επίκαιρο [[σημείο]]<br /><b>3.</b> εύστοχα («ἀφῆκε τὸ [[βέλος]] καὶ ἔτυχε τοῦ πρώτου [[μάλα]] εὐκαίρως», Αιλ.)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «εὐκαίρως ἔχειν» — το να έχει [[κάποιος]] ελεύθερο χρόνο, [[ευκαιρία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[καιρός]] ([[πρβλ]]. <i>ά</i>-<i>καιρος</i>, <i>επί</i>-<i>καιρος</i>)].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὔκαιρος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται στον κατάλληλο χρόνο, στην κατάλληλη [[περίσταση]], στην ώρα του («εὐκαίρων ὑδάτων... γινομένων», Θεόφρ.)<br /><b>2.</b> (για χώρους, οικήματα, δοχεία <b>κ.λπ.</b>) [[κενός]], [[άδειος]], ο [[έρημος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν έχει συγκεκριμένη [[απασχόληση]], ο [[ελεύθερος]], ο [[διαθέσιμος]] («δεν [[είμαι]] [[εύκαιρος]] για [[κουβέντα]]»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>εὔκαιρον</i><br />σε εύθετο χρόνο, σε κατάλληλη [[περίσταση]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> ο [[ανόητος]], ο [[άτοπος]]<br /><b>2.</b> [[έτοιμος]]<br /><b>3.</b> στερημένος<br /><b>4.</b> [[άχρηστος]]<br /><b>5.</b> [[άπρακτος]]<br /><b>6.</b> αυτός που γίνεται ανώφελα, ο [[μάταιος]], ο [[άσκοπος]]<br /><b>7.</b> (για [[γυναίκα]]) επιπόλαιη, άστατη<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[τόπο]]) αυτός που βρίσκεται στην κατάλληλη [[τοποθεσία]] («εὐκαιρους διώρυγας κατασκευάσας», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για πράγματα) ο [[κατάλληλος]], ο [[εύκολος]] για [[κάτι]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ εὔκαιρον</i><br />α) κατάλληλη [[περίσταση]], [[ευκαιρία]]<br />β) [[πλούτος]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «καιρὸς [[εὔκαιρος]]» — [[ευκαιρία]], ευνοϊκή [[περίσταση]]<br />β) «εὔκαιρον (ἐστιν)» — [[είναι]] [[ευκαιρία]], [[είναι]] επίκαιρο να... <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευκαίρως</i> και [[εύκαιρα]] (ΑΜ εὐκαίρως Μ και εὔκαιρα)<br />στον κατάλληλο χρόνο, εγκαίρως<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />άδικα, [[μάταια]], άσκοπα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> με [[ευμένεια]], ευνοϊκά<br /><b>2.</b> στον κατάλληλο [[τόπο]], σε επίκαιρο [[σημείο]]<br /><b>3.</b> εύστοχα («ἀφῆκε τὸ [[βέλος]] καὶ ἔτυχε τοῦ πρώτου [[μάλα]] εὐκαίρως», Αιλ.)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «εὐκαίρως ἔχειν» — το να έχει [[κάποιος]] ελεύθερο χρόνο, [[ευκαιρία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[καιρός]] ([[πρβλ]]. [[άκαιρος]], [[επίκαιρος]])].
}}
}}