θηριόστερνος: Difference between revisions

From LSJ

σκῆπτρον χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον → sceptre pierced with golden studs, staff studded with golden nails

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θηριόστερνος]], -ον (Μ)<br />αυτός που έχει [[καρδιά]] θηρίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θηρίο]] <span style="color: red;">+</span> -<i>στερνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στέρνον]]), [[πρβλ]]. <i>ευρύ</i>-<i>στερνος</i>, <i>λασιό</i>-<i>στερνος</i>].
|mltxt=[[θηριόστερνος]], -ον (Μ)<br />αυτός που έχει [[καρδιά]] θηρίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θηρίο]] <span style="color: red;">+</span> -<i>στερνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στέρνον]]), [[πρβλ]]. [[ευρύστερνος]], [[λασιόστερνος]]].
}}
}}

Latest revision as of 17:55, 23 August 2021

Greek (Liddell-Scott)

θηριόστερνος: -ον, ἔχων στέρνον θηρίου ἀγρίου, Νικήτ. Εὐγεν. 4. 178.

Greek Monolingual

θηριόστερνος, -ον (Μ)
αυτός που έχει καρδιά θηρίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + -στερνος (< στέρνον), πρβλ. ευρύστερνος, λασιόστερνος].