3,274,819
edits
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. , ") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (ΑΜ [[ἰδέα]], Α ιων. τ. ἰδέη)<br /><b>1.</b> [[μορφή]], όψη (α. «σαν [[ιδέα]] γαλήνης καλοκαιρινής»<br />Ιω. Γρυπάρης<br />β. «καὶ ἦν ἡ [[ἰδέα]] αὐτοῦ ὡς [[ἀστραπή]]»<br />ΚΔ<br />γ. «τὴν ἰδέαν [[μοχθηρός]]» — [[βλοσυρός]] στην όψη, Ανδοκ.)<br /><b>2.</b> <b>(φιλοσ.)</b> ([[κατά]] τον Πλάτωνα) <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ ἰδέαι</i><br />οι αιώνιοι τύποι, τα αιώνια [[πρότυπα]] όλων ανεξαιρέτως τών όντων του κατ' [[αίσθηση]] κόσμου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το [[είδωλο]] τών κατ' [[αίσθηση]] αντικειμένων που σχηματίζεται στον νου<br /><b>2.</b> [[κάθε]] αφηρημένη [[έννοια]]<br /><b>3.</b> ιδεώδες, ιδανικό («η [[ιδέα]] της πατρίδας»)<br /><b>4.</b> <b>(φιλοσ.)</b> α) ([[κατά]] τον Καντ) <b>στον πληθ.</b> <i>οι ιδέες</i><br />οι έννοιες του καθαρού λόγου<br />β) ([[κατά]] τον Χέγκελ) η παγκόσμια [[αρχή]] του [[γίγνεσθαι]]<br /><b>5.</b> [[γνώμη]], [[κρίση]] («τί [[ιδέα]] έχεις γι' αυτόν τον άνθρωπο;»)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «η Μεγάλη Ιδέα» — το ιδανικό της ανάκτησης της Κων / πολης και της ανασύστασης της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας<br />β) (ειρωνικά) «[[μεγάλη]] [[ιδέα]]» — [[κάθε]] ουτοπική και χιμαιρική [[επιδίωξη]]<br />γ) «δεν έχω [[ιδέα]]» — έχω πλήρη [[άγνοια]]<br />δ) «[[είναι]] όλο [[ιδέα]]» ή «έχει [[μεγάλη]] [[ιδέα]] για τον εαυτό του» — [[είναι]] πολύ [[εγωιστής]]<br />ε) «μια [[ιδέα]]» — ελάχιστα, πολύ λίγο («μάκρυνε το [[φόρεμα]] μια [[ιδέα]]»)<br /><b>1.</b> «οι ιδέες μου (σου, του <b>κ.λπ.</b>)» — οι αντιλήψεις μου, το [[πιστεύω]] μου (σου, του <b>κ.λπ.</b>)<br />στ) «έμφυτες ιδέες» — ιδέες που, σύμφωνα με ορισμένη φιλοσοφική [[αντίληψη]], υπάρχουν στη [[συνείδηση]] του ανθρώπου από τη γέννησή του, ανεξάρτητα από την [[εμπειρία]], ή προϋπάρχουν [[κατά]] τρόπο υπερβατικό, όπως [[είναι]] λ.χ. η [[ιδέα]] του αριθμού, η [[ιδέα]] της κίνησης κ.λπ. <b>νεοελλ.</b><br /><b>μσν.</b><br />[[εικόνα]], [[παράσταση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτό που φαίνεται, το [[φαινόμενο]] σε [[αντιδιαστολή]] με την [[πραγματικότητα]] («γνώμην ἐξαπατῶσ' ἰδέαι» — εξωτερικά φαινόμενα που παραπλανούν τον νου, <b>Θέογν.</b>)<br /><b>2.</b> [[είδος]], [[τρόπος]] (α. «ἐφρόνεον διφασίας ἰδέας» — σκέπτονταν δύο τρόπους ενέργειας, <b>Ηρόδ.</b><br />β. «πᾶσα [[ἰδέα]] θανάτου» — [[κάθε]] [[είδος]] θανάτου, <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>(ρητ.)</b> α) φιλολογική [[μορφή]] («ἀμφοτέραις ταῖς ἰδέαις κατεχρήσαντο πρὸς τὴν ποίησιν», Ισοκρ.)<br />β το ύφος («Δημοσθενικὴ [[ἰδέα]]»)<br />γ. η [[ποιότητα]] του ύφους<br /><b>4.</b> <b>(λογ.)</b> γενική [[αρχή]] ταξινόμησης<br /><b>5.</b> [[γνώση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιδ</i>-<i>έα</i> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ιδ</i>- ([[πρβλ]]. <i>ιδ</i>-<i>είν</i> του <i>ορώ</i>) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>έα</i>, το οποίο ανάγεται σε -<i>εyα</i> και τίθεται σε λ. παράγωγες δισύλλαβες ρηματικών ριζών ([[πρβλ]]. | |mltxt=η (ΑΜ [[ἰδέα]], Α ιων. τ. ἰδέη)<br /><b>1.</b> [[μορφή]], όψη (α. «σαν [[ιδέα]] γαλήνης καλοκαιρινής»<br />Ιω. Γρυπάρης<br />β. «καὶ ἦν ἡ [[ἰδέα]] αὐτοῦ ὡς [[ἀστραπή]]»<br />ΚΔ<br />γ. «τὴν ἰδέαν [[μοχθηρός]]» — [[βλοσυρός]] στην όψη, Ανδοκ.)<br /><b>2.</b> <b>(φιλοσ.)</b> ([[κατά]] τον Πλάτωνα) <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ ἰδέαι</i><br />οι αιώνιοι τύποι, τα αιώνια [[πρότυπα]] όλων ανεξαιρέτως τών όντων του κατ' [[αίσθηση]] κόσμου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το [[είδωλο]] τών κατ' [[αίσθηση]] αντικειμένων που σχηματίζεται στον νου<br /><b>2.</b> [[κάθε]] αφηρημένη [[έννοια]]<br /><b>3.</b> ιδεώδες, ιδανικό («η [[ιδέα]] της πατρίδας»)<br /><b>4.</b> <b>(φιλοσ.)</b> α) ([[κατά]] τον Καντ) <b>στον πληθ.</b> <i>οι ιδέες</i><br />οι έννοιες του καθαρού λόγου<br />β) ([[κατά]] τον Χέγκελ) η παγκόσμια [[αρχή]] του [[γίγνεσθαι]]<br /><b>5.</b> [[γνώμη]], [[κρίση]] («τί [[ιδέα]] έχεις γι' αυτόν τον άνθρωπο;»)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «η Μεγάλη Ιδέα» — το ιδανικό της ανάκτησης της Κων / πολης και της ανασύστασης της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας<br />β) (ειρωνικά) «[[μεγάλη]] [[ιδέα]]» — [[κάθε]] ουτοπική και χιμαιρική [[επιδίωξη]]<br />γ) «δεν έχω [[ιδέα]]» — έχω πλήρη [[άγνοια]]<br />δ) «[[είναι]] όλο [[ιδέα]]» ή «έχει [[μεγάλη]] [[ιδέα]] για τον εαυτό του» — [[είναι]] πολύ [[εγωιστής]]<br />ε) «μια [[ιδέα]]» — ελάχιστα, πολύ λίγο («μάκρυνε το [[φόρεμα]] μια [[ιδέα]]»)<br /><b>1.</b> «οι ιδέες μου (σου, του <b>κ.λπ.</b>)» — οι αντιλήψεις μου, το [[πιστεύω]] μου (σου, του <b>κ.λπ.</b>)<br />στ) «έμφυτες ιδέες» — ιδέες που, σύμφωνα με ορισμένη φιλοσοφική [[αντίληψη]], υπάρχουν στη [[συνείδηση]] του ανθρώπου από τη γέννησή του, ανεξάρτητα από την [[εμπειρία]], ή προϋπάρχουν [[κατά]] τρόπο υπερβατικό, όπως [[είναι]] λ.χ. η [[ιδέα]] του αριθμού, η [[ιδέα]] της κίνησης κ.λπ. <b>νεοελλ.</b><br /><b>μσν.</b><br />[[εικόνα]], [[παράσταση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτό που φαίνεται, το [[φαινόμενο]] σε [[αντιδιαστολή]] με την [[πραγματικότητα]] («γνώμην ἐξαπατῶσ' ἰδέαι» — εξωτερικά φαινόμενα που παραπλανούν τον νου, <b>Θέογν.</b>)<br /><b>2.</b> [[είδος]], [[τρόπος]] (α. «ἐφρόνεον διφασίας ἰδέας» — σκέπτονταν δύο τρόπους ενέργειας, <b>Ηρόδ.</b><br />β. «πᾶσα [[ἰδέα]] θανάτου» — [[κάθε]] [[είδος]] θανάτου, <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>(ρητ.)</b> α) φιλολογική [[μορφή]] («ἀμφοτέραις ταῖς ἰδέαις κατεχρήσαντο πρὸς τὴν ποίησιν», Ισοκρ.)<br />β το ύφος («Δημοσθενικὴ [[ἰδέα]]»)<br />γ. η [[ποιότητα]] του ύφους<br /><b>4.</b> <b>(λογ.)</b> γενική [[αρχή]] ταξινόμησης<br /><b>5.</b> [[γνώση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιδ</i>-<i>έα</i> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ιδ</i>- ([[πρβλ]]. <i>ιδ</i>-<i>είν</i> του <i>ορώ</i>) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>έα</i>, το οποίο ανάγεται σε -<i>εyα</i> και τίθεται σε λ. παράγωγες δισύλλαβες ρηματικών ριζών ([[πρβλ]]. [[γενεά]], [[δωρεά]]). Γενικά, η [[έννοια]] [[ιδέα]] δηλώνει απλή [[σκέψη]] η οποία γεννάται από ορισμένη [[ενέργεια]] ή [[αντικείμενο]]. Στην ελλ. η λ. [[ιδέα]] είχε αρχικά τη σημ. «[[μορφή]], όψη, [[είδος]]», αργότερα δε ο [[Πλάτων]] τη χρησιμοποίησε με τη σημ. «[[πρότυπο]]». Διάφορες ευρωπαϊκές γλώσσες δανείστηκαν τον τ. [[ιδέα]] ([[πρβλ]]. αγγλ. <i>idea</i>, γαλλ. <i>idee</i>, γερμ. <i>Idee</i>) με τις σημ. που είχε στην αρχ. ελλ., [[αλλά]] αργότερα η λ. έλαβε την πιο αφηρημένη σημ. «απλή [[σκέψη]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[ιδεάζω]], [[ιδεαλισμός]], [[ιδεαλιστής]], [[ιδεατός]], [[ιδεώδης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>μσν.</b> [[ιδεάρχης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ιδεόγραμμα]], [[ιδεογραφία]], [[ιδεοκράτης]], [[ιδεοκρατία]], [[ιδεοκρατικός]], [[ιδεοληπτικός]], [[ιδεοληψία]], [[ιδεολόγος]], <i>ιδεοπλασία</i>]. | ||
}} | }} |