Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λειπογνώμων: Difference between revisions

From LSJ

Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fidesVertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht

Menander, Monostichoi, 115
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λειπογνώμων]] και [[λιπογνώμων]], -ον (Α)<br />(για ζώα, [[ιδίως]] για υποζύγια) αυτός που του λείπουν τα δόντια, από τα οποία φαίνεται η [[ηλικία]] του, [[γέρικος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>λειπ</i>- του [[λείπω]] <span style="color: red;">+</span> -[[γνώμων]] (<span style="color: red;"><</span> [[γνώμων]]), [[πρβλ]]. <i>ολιγο</i>-[[γνώμων]], <i>ορθο</i>-[[γνώμων]]. Ο τ. [[λιπογνώμων]] <span style="color: red;"><</span> θ. <i>λιπ</i>- ([[πρβλ]]. <i>ἔ</i>-<i>λιπ</i>-<i>ον</i>, αόρ. του [[λείπω]]) <span style="color: red;">+</span> -[[γνώμων]] (<b>βλ.</b> και ετυμολ. λ. [[λειπανδρία]])].
|mltxt=[[λειπογνώμων]] και [[λιπογνώμων]], -ον (Α)<br />(για ζώα, [[ιδίως]] για υποζύγια) αυτός που του λείπουν τα δόντια, από τα οποία φαίνεται η [[ηλικία]] του, [[γέρικος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>λειπ</i>- του [[λείπω]] <span style="color: red;">+</span> -[[γνώμων]] (<span style="color: red;"><</span> [[γνώμων]]), [[πρβλ]]. [[ολιγογνώμων]], [[ορθογνώμων]]. Ο τ. [[λιπογνώμων]] <span style="color: red;"><</span> θ. <i>λιπ</i>- ([[πρβλ]]. <i>ἔ</i>-<i>λιπ</i>-<i>ον</i>, αόρ. του [[λείπω]]) <span style="color: red;">+</span> -[[γνώμων]] (<b>βλ.</b> και ετυμολ. λ. [[λειπανδρία]])].
}}
}}

Revision as of 07:50, 24 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λειπογνώμων Medium diacritics: λειπογνώμων Low diacritics: λειπογνώμων Capitals: ΛΕΙΠΟΓΝΩΜΩΝ
Transliteration A: leipognṓmōn Transliteration B: leipognōmōn Transliteration C: leipognomon Beta Code: leipognw/mwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος, A lacking γνώμονες 11.6, οἶς IG22.1357 (iv B.C.), cf. Ister 53, Poll.1.182, Luc.Lex.6, EM4.4, Hscb (Freq. misspelt λιπογνώμων in codd.)

German (Pape)

[Seite 24] ον, eigtl. vom Pferde, das den Kennzahn verloren hat, an dem man sein Alter erkennt, B. A. 49 u. a. VLL., u. übh. von unkenntlichem Alter, auch von Menschen, Luc. Lex. 6.

French (Bailly abrégé)

v. λιπογνώμων.

Greek Monolingual

λειπογνώμων και λιπογνώμων, -ον (Α)
(για ζώα, ιδίως για υποζύγια) αυτός που του λείπουν τα δόντια, από τα οποία φαίνεται η ηλικία του, γέρικος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λειπ- του λείπω + -γνώμων (< γνώμων), πρβλ. ολιγογνώμων, ορθογνώμων. Ο τ. λιπογνώμων < θ. λιπ- (πρβλ. -λιπ-ον, αόρ. του λείπω) + -γνώμων (βλ. και ετυμολ. λ. λειπανδρία)].