μολυβδοχύτης: Difference between revisions

From LSJ

εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Μ [[μολυβδοχύτης]])<br />αυτός που χύνει μόλυβδο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μολύβδι]] <span style="color: red;">+</span> -[[χύτης]] (<span style="color: red;"><</span> <i>χέω</i>), [[πρβλ]]. <i>ελαιο</i>-[[χύτης]], <i>θερμο</i>-[[χύτης]].
|mltxt=ο (Μ [[μολυβδοχύτης]])<br />αυτός που χύνει μόλυβδο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μολύβδι]] <span style="color: red;">+</span> -[[χύτης]] (<span style="color: red;"><</span> <i>χέω</i>), [[πρβλ]]. [[ελαιοχύτης]], [[θερμοχύτης]].
}}
}}

Latest revision as of 07:54, 24 August 2021

Greek Monolingual

ο (Μ μολυβδοχύτης)
αυτός που χύνει μόλυβδο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μολύβδι + -χύτης (< χέω), πρβλ. ελαιοχύτης, θερμοχύτης.