ωμίας: Difference between revisions

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />(<b>με σημ. επιθ.</b>) (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που έχει μεγάλους ώμους («παλαισταὶ ὠμίαι», <b>Πολυδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὦμος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίας</i> ([[πρβλ]]. <i>ξιφ</i>-<i>ίας</i>)].
|mltxt=ὁ, Α<br />(<b>με σημ. επιθ.</b>) (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που έχει μεγάλους ώμους («παλαισταὶ ὠμίαι», <b>Πολυδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὦμος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίας</i> ([[πρβλ]]. [[ξιφίας]])].
}}
}}

Latest revision as of 07:05, 13 May 2023

Greek Monolingual

ὁ, Α
(με σημ. επιθ.) (για πρόσ.) αυτός που έχει μεγάλους ώμους («παλαισταὶ ὠμίαι», Πολυδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὦμος + κατάλ. -ίας (πρβλ. ξιφίας)].