ἔνιοι: Difference between revisions

m
Text replacement - "πᾱσα" to "πᾶσα"
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "πᾱσα" to "πᾶσα")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-εσν -α (Α [[ἔνιοι]], -αι, -α)<br /><b>νεοελλ.-αρχ.</b><br />μερικοί, κάποιοι, κάμποσοι, λίγοι (α. «παρατηρείται σε ένιες περιπτώσεις συγγραφέων» <br />β) «[[ἔνιοι]] τῶν στρατηγῶν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σπαν. στον ενικό) α) «ἐὰν ἔχωσιν ἔνιον [[ἐρύθημα]]» — κάποια [[κοκκινίλα]] (<b>Ξεν.</b>)<br />β) «οὐ πᾱσα [[κίνησις]] θερμαίνει, ἀλλ' ἐνία ψύχει» — δεν προκαλεί [[θερμότητα]] [[κάθε]] [[κίνηση]], [[αλλά]] κάποια [[κίνηση]] προκαλεί [[ψύχος]], <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) <i>ἔνια</i><br />[[ενίοτε]], [[καμιά]] [[φορά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λέξη αβέβαιης ετυμολ., άγνωστη στους ποιητές [[πριν]] από τον Μένανδρο, που απαντά στον πληθυντικό αριθμό. Υπετέθη ότι προήλθε από τη [[συνεκφορά]] <i>ἔνι οἵ</i>, όπως και το [[ἐνίοτε]] <span style="color: red;"><</span> <i>ἔνι ὅτε</i> ([[πρβλ]]. <i>εἴσιν οἵ</i>, <i>ἔστίν ὅτε</i>). Η [[υπόθεση]] αυτή δεν έχει ισχυρή [[βάση]], [[διότι]] το <i>ενι</i> ως [[παράλληλος]] τ. του <i>εστί</i> μαρτυρείται μόνον στον 5ο-6ο αιώνα, [[μολονότι]] το <i>ενι</i> στη [[θέση]] του <i>ἔνεστι</i> χρησιμοποιούνταν ήδη στους Αττικούς. Σύμφωνα με [[άλλη]] [[άποψη]], η λ. [[ἔνιοι]] εμφανίζει θ. <i>ἕν</i>- που απαντά στο <i>εἷς</i> ([[πρβλ]]. γερμ. <i>einige</i> «μερικοί» <span style="color: red;"><</span> <i>ein</i> «[[ένας]], ενώ η [[ψίλωση]] θεωρήθηκε ιωνικής προελεύσεως].
|mltxt=-εσν -α (Α [[ἔνιοι]], -αι, -α)<br /><b>νεοελλ.-αρχ.</b><br />μερικοί, κάποιοι, κάμποσοι, λίγοι (α. «παρατηρείται σε ένιες περιπτώσεις συγγραφέων» <br />β) «[[ἔνιοι]] τῶν στρατηγῶν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σπαν. στον ενικό) α) «ἐὰν ἔχωσιν ἔνιον [[ἐρύθημα]]» — κάποια [[κοκκινίλα]] (<b>Ξεν.</b>)<br />β) «οὐ πᾶσα [[κίνησις]] θερμαίνει, ἀλλ' ἐνία ψύχει» — δεν προκαλεί [[θερμότητα]] [[κάθε]] [[κίνηση]], [[αλλά]] κάποια [[κίνηση]] προκαλεί [[ψύχος]], <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) <i>ἔνια</i><br />[[ενίοτε]], [[καμιά]] [[φορά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λέξη αβέβαιης ετυμολ., άγνωστη στους ποιητές [[πριν]] από τον Μένανδρο, που απαντά στον πληθυντικό αριθμό. Υπετέθη ότι προήλθε από τη [[συνεκφορά]] <i>ἔνι οἵ</i>, όπως και το [[ἐνίοτε]] <span style="color: red;"><</span> <i>ἔνι ὅτε</i> ([[πρβλ]]. <i>εἴσιν οἵ</i>, <i>ἔστίν ὅτε</i>). Η [[υπόθεση]] αυτή δεν έχει ισχυρή [[βάση]], [[διότι]] το <i>ενι</i> ως [[παράλληλος]] τ. του <i>εστί</i> μαρτυρείται μόνον στον 5ο-6ο αιώνα, [[μολονότι]] το <i>ενι</i> στη [[θέση]] του <i>ἔνεστι</i> χρησιμοποιούνταν ήδη στους Αττικούς. Σύμφωνα με [[άλλη]] [[άποψη]], η λ. [[ἔνιοι]] εμφανίζει θ. <i>ἕν</i>- που απαντά στο <i>εἷς</i> ([[πρβλ]]. γερμ. <i>einige</i> «μερικοί» <span style="color: red;"><</span> <i>ein</i> «[[ένας]], ενώ η [[ψίλωση]] θεωρήθηκε ιωνικής προελεύσεως].
}}
}}
{{lsm
{{lsm