Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καρποποιός: Difference between revisions

From LSJ

πάλιν δ' ὅ γε λάζετο μῦθον → he took back his speech, he retracted his speech, he altered his speech

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καρποποιός]], -όν (Α) αυτός που συντελεί στην [[παραγωγή]] καρπών («τῆς καρποποιοῡ παῑδα Δήμητρος θεᾱς», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καρπός]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ποιῶ</i>), [[πρβλ]]. [[ειδοποιός]], [[ηθοποιός]].
|mltxt=[[καρποποιός]], -όν (Α) αυτός που συντελεί στην [[παραγωγή]] καρπών («τῆς καρποποιοῦ παῑδα Δήμητρος θεᾱς», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καρπός]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ποιῶ</i>), [[πρβλ]]. [[ειδοποιός]], [[ηθοποιός]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 20:05, 13 June 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καρποποιός Medium diacritics: καρποποιός Low diacritics: καρποποιός Capitals: ΚΑΡΠΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: karpopoiós Transliteration B: karpopoios Transliteration C: karpopoios Beta Code: karpopoio/s

English (LSJ)

όν, A making fruit, of Demeter, E.Rh.964:— later καρπο-ποιητικός Phlp.in GA193.21.

German (Pape)

[Seite 1328] Frucht hervorbringend, Demeter, Eur. Rhes. 964.

Greek (Liddell-Scott)

καρποποιός: -όν, ἐπὶ τῆς Δήμητρος, ἡ ποιοῦσα, παράγουσα καρπόν, Εὐρ. Ρῆσ. 964.

Greek Monolingual

καρποποιός, -όν (Α) αυτός που συντελεί στην παραγωγή καρπών («τῆς καρποποιοῦ παῑδα Δήμητρος θεᾱς», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός (Ι) + -ποιός (< ποιῶ), πρβλ. ειδοποιός, ηθοποιός.

Russian (Dvoretsky)

καρποποιός: производящий плоды (Δημήτηρ Eur.).

English (Woodhouse)

making fruits grow

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)