3,274,522
edits
m (Text replacement - " in pl." to " in plural") |
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στέγη''': ἡ, ([[στέγω]]) [[ὀροφή]], [[στέγασμα]], «σκεπή», Λατ. tectum, Ἡρόδ. 6. 27, Αἰσχύλ. Ἀγ. 897, Ξεν., κλπ.· παρέχειν τινὶ στέγην, [[στέγασμα]], [[καταφύγιον]], Ἀριστ. Ἀποσπ. 588. ΙΙ. [[τόπος]] κεκαλυμμένος διὰ στέγης, [[θάλαμος]], [[δωμάτιον]], Ἡρόδ. 2. 2, 148, 175. Εὔπολ. ἐν «Κόλαξι» 13, Ξεν., κλπ.· ἕρκειος στ., ἐπὶ σκηνῆς, Σοφ. Αἴ. 108· φωλεὰ ἢ [[κοίτη]] λαγωοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 184· ἐκ κατωρυχος στ., ἐκ τοῦ τάφου, ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 1100. πρβλ. 888· - «πάτωμα» οἰκίας, Βυζ. 2) | |lstext='''στέγη''': ἡ, ([[στέγω]]) [[ὀροφή]], [[στέγασμα]], «σκεπή», Λατ. tectum, Ἡρόδ. 6. 27, Αἰσχύλ. Ἀγ. 897, Ξεν., κλπ.· παρέχειν τινὶ στέγην, [[στέγασμα]], [[καταφύγιον]], Ἀριστ. Ἀποσπ. 588. ΙΙ. [[τόπος]] κεκαλυμμένος διὰ στέγης, [[θάλαμος]], [[δωμάτιον]], Ἡρόδ. 2. 2, 148, 175. Εὔπολ. ἐν «Κόλαξι» 13, Ξεν., κλπ.· ἕρκειος στ., ἐπὶ σκηνῆς, Σοφ. Αἴ. 108· φωλεὰ ἢ [[κοίτη]] λαγωοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 184· ἐκ κατωρυχος στ., ἐκ τοῦ τάφου, ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 1100. πρβλ. 888· - «πάτωμα» οἰκίας, Βυζ. 2) συχν. ἐν τῷ πληθ., ὡς τὸ Λατ. tecia, [[οἰκία]], [[κατοικητήριον]], Ἀλκαῖ. 15, Αἰσχύλ. Ἀγ. 3. 518, κ. ἀλλ. ΙΙΙ. τὸ [[κατάστρωμα]] πλοίου, stega παρὰ Plaut. Bacch. 2. 3, 44, Stich. 3. 1, 12. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |