χέρνιψ: Difference between revisions

m
Text replacement - " ," to ","
m (Text replacement - " in pl." to " in plural")
m (Text replacement - " ," to ",")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χέρνιψ:''' -ιβος, ἡ,<br /><b class="num">1.</b> [[νερό]] για [[πλύσιμο]] των χεριών, [[πριν]] από τα γεύματα, ή [[πριν]] από θυσίες και θρησκευτικές τελετές, σε Ομήρ. Οδ., Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> πληθ. <i>χέρνιβες</i>, εξαγνισμοί με αγιασμένο [[νερό]], σε Ευρ.· εἴργεσθαι [[χέρνιβος]], αποκλείονται από τη [[χρήση]], όσοι μολύνθηκαν από [[αιματοχυσία]], σε Δημ.· <i>χέρνιβας νέμειν</i>, [[επιτρέπω]] τη [[χρήση]] αυτών, σε Σοφ.· χερνίβων [[κοινωνός]], [[μέτοχος]] αυτών, δηλ. [[σύνοικος]], , σε Αισχύλ.<br /><b class="num">3.</b> [[σπανίως]], λέγεται για σπονδές προς [[τιμή]] των [[νεκρών]], σε Αισχύλ., Σοφ.
|lsmtext='''χέρνιψ:''' -ιβος, ἡ,<br /><b class="num">1.</b> [[νερό]] για [[πλύσιμο]] των χεριών, [[πριν]] από τα γεύματα, ή [[πριν]] από θυσίες και θρησκευτικές τελετές, σε Ομήρ. Οδ., Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> πληθ. <i>χέρνιβες</i>, εξαγνισμοί με αγιασμένο [[νερό]], σε Ευρ.· εἴργεσθαι [[χέρνιβος]], αποκλείονται από τη [[χρήση]], όσοι μολύνθηκαν από [[αιματοχυσία]], σε Δημ.· <i>χέρνιβας νέμειν</i>, [[επιτρέπω]] τη [[χρήση]] αυτών, σε Σοφ.· χερνίβων [[κοινωνός]], [[μέτοχος]] αυτών, δηλ. [[σύνοικος]],, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">3.</b> [[σπανίως]], λέγεται για σπονδές προς [[τιμή]] των [[νεκρών]], σε Αισχύλ., Σοφ.
}}
}}
{{elru
{{elru