3,273,773
edits
m (Text replacement - " ," to ",") |
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χέρνιψ''': ἡ, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. (ἀεὶ ἐν τῇ Ὀδ.) μόνον κατ’ αἰτιατ. χέρνιβα, ἥτις παρέμεινεν ὡς ἡ κοινοτάτη ἐν χρήσει [[πτῶσις]] τοῦ ἑνικοῦ· ἀλλ’ ἡ ὀνομαστ. ἀπαντᾷ ἐν Αἰσχύλ. Εὐμ. 656· γεν. χέρνιβος ἐν Σοφ. Ἀποσπ. 708, Ἀριστοφ. Λυσ. 1129, Λυσίᾳ 108. 1· δοτ. χέρνιβι ἐν Ἀριστοφ. Ὄρν. 897, Θουκ. 4. 97· πληθ., | |lstext='''χέρνιψ''': ἡ, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. (ἀεὶ ἐν τῇ Ὀδ.) μόνον κατ’ αἰτιατ. χέρνιβα, ἥτις παρέμεινεν ὡς ἡ κοινοτάτη ἐν χρήσει [[πτῶσις]] τοῦ ἑνικοῦ· ἀλλ’ ἡ ὀνομαστ. ἀπαντᾷ ἐν Αἰσχύλ. Εὐμ. 656· γεν. χέρνιβος ἐν Σοφ. Ἀποσπ. 708, Ἀριστοφ. Λυσ. 1129, Λυσίᾳ 108. 1· δοτ. χέρνιβι ἐν Ἀριστοφ. Ὄρν. 897, Θουκ. 4. 97· πληθ., συχν. παρὰ Τραγικ.· ποιητικ. δοτικ. χερνίβεσσιν Σιμωνίδ. 54· ([[χείρ]], [[νίζω]]). Ὕδωρ δι’ οὗ ἔνιπτον τὰς χεῖρας πρὸ τοῦ φαγητοῦ, Ὀδ. Α. 136, Γ. 440, Δ. 52, Η. 172, κλπ.· ἢ πρὸ θυσιῶν καὶ ἄλλων θρησκευτικῶν τελετῶν, [[ὅθεν]] καὶ ἐνομίζετο ἅγιον, Γ. 445 (ἴδε [[κατάρχω]] ΙΙ. 2), Ἀριστοφ. Ὄρν. 850, Λυσ. 1129· [[ὕδωρ]], ὃ ἦν ἄψαυστόν σφισι, πλὴν πρὸς τὰ ἱερὰ χέρνιβι χρῆσθαι Θουκ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἀγγεῖα πλήρη τοιούτου ὕδατος ἔκειντο κατὰ τὰς εἰσόδους τῶν ναῶν ἢ τῶν οἰκιῶν πρὸς χρῆσιν τῶν εἰσερχομένων, ἴδε ἐν λέξ. [[χερνίπτομαι]], καὶ [[αὐτόθι]] τὸ ἐκ τοῦ Λυσίου [[χωρίον]]. 2) συχν. ἐν τῷ πληθ. χέρνιβες, ἁγνισμοὶ δι’ ἡγιασμένου ὕδατος, Λατ. malluviae, καὶ [[πολλάκις]] σχεδὸν ὡς τὸ ἑνικ., Εὐρ. Ὀρ. 1602, Φοίν. 662, κλπ.· εἴργεσθαι χερνίβων ([[ἔνθα]] [[ὅμως]] τὰ ἄριστα Ἀντίγραφα φέρουσι χέρνιβος), ἀποκλείεσθαι ἐκ τῆς χρήσεως αὐτῶν, ὡς οἱ μολυνθέντες ἐξ αἱματοχυσίας, Δημ. 504. 14· χέρνιβας νέμειν, ἐπιτρέπειν τὴν χρῆσιν αὐτῶν, Σοφ. Ο. Τ. 240· χερνίβων [[κοινωνός]], [[μέτοχος]] αὐτῶν, δηλ. [[κάτοικος]] τῆς αὐτῆς οἰκίας, [[σύνοικος]] καὶ [[ὁμοτράπεζος]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 1037· εἰς ἱερὰ εἰσιόντα καὶ χερνίβων καὶ κανῶν ἁψάμενον Δημ. 618. 7, πρβλ. Εὐρ. Ι. Α. 675, 1479, 1513, Ι. Τ. 58, 245, 335· χέρνιβας ἐνάρχεσθαι ὁ αὐτ. ἐν Ι. Α. 955. - Μετὰ τὴν κηδείαν οὐδεὶς εἰσήρχετο εἰς τὴν οἰκίαν ἂν μὴ πρῶτον ἐξηγνίζετο διὰ τῆς χέρνιβος, ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 100. 3) σπανίως ἐπὶ σπονδῶν εἰς τιμὴν τῶν νεκρῶν, Αἰσχύλ. Χο. 129, πρβλ. Σοφ. Ἠλ. 435. (Ὁ τονισμὸς χίρνιβος, χέρνιβα, κτλ. βεβαιοῦται ἐκ τῆς ἀναλογίας ἄλλων συνθέτων ληγόντων εἰς ψ, ἴδε Ἀθήν. 409Β· εἰ καὶ ὁ Σουΐδ. καὶ ἕτεροι ἔγραφον χερνίβος, κτλ. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |