αἴρω: Difference between revisions

8 bytes removed ,  14 January 2022
m
Text replacement - "Ἡρακλ" to "Ἡρακλ"
m (Text replacement - " ," to ",")
m (Text replacement - "Ἡρακλ" to "Ἡρακλ")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''αἴρω''': (ἐπιτεταμ. Ἐπ. καὶ ποιητ. [[ἀείρω]], ὃ ἴδε): μέλλ. ἀρῶ [ᾰ] (τὸ ὁποῖον σπανίως συμβαίνει ἐν τῷ ἐνεργ. τύπῳ, ἴδε κατωτέρ.)· πρέπει ἀπὸ τούτου νὰ διακρίνωμεν τὸ ἀρῶ [ᾱ] συνῃρ. ἐκ τοῦ ἀερῶ, μέλλ. τοῦ [[ἀείρω]]: ― ἀόρ. ἦρα, Ἡρόδ. 9. 59, Αἰσχύλ. Ἀγ. 47, Θουκ., μὲ ᾱ εἰς ὅλας τὰς ἐγκλίσεις· ― προστακτ. ἆρον· ― ὑποτακτ. ἄρῃς· ― εὐκτ. ἄρειας· ― μετοχ. ἄρας [ᾱ], Αἰσχύλ., Σοφ.· ― ἀπαρ. ἆραι, Καλλ. Δήμ. 35: ― πρκμ. ἦρκα, Δημ. 786. 4, (ἀπ-), Θουκ. 8. 100: ― ὑπερσυντ. ἤρκεσαν (ἀπ-), Δημ. 387. 28. ― Μέσ., Εὐρ. Ἠλ. 360, Θουκ. 4. 60: ― παρατ. ᾐρόμην, Σοφ. Ἀντ. 907· μέλλ. ἀροῦμαι [ᾰ], ὁ αὐτ. Ο. Κ. 460, Αἴ. 75· ([[ἔνθα]] ἀρεῖ φαίνεται οὖσα ἡ ὀρθὴ γραφή), Πλάτ. Νόμ. 969Α· [[ἀρέομαι]], Πινδ. Π. 1. 146. (περὶ τοῦ ἀροῦμαι [ᾱ] ἴδε [[ἀείρω]]): ― ἀόρ. αϳ ἠράμην, Ἰλ. Ξ. 510. Εὐρ., Πλάτ., ― μὲ ᾱ καθ’ ὅλας τὰς ἐγκλίσεις: ― ὑποτακ. ἄρῃ· ― εὐκτ. ἀραίμην· ― ἀπαρ. ἄρασθαι· ― μετοχ. ἀράμενος, Σοφ., Εὐρ., καὶ παρὰ πεζοῖς: ― παρ’ Ἐπ. ποιηταῖς καὶ ἀόρ. βϳ ἀρόμην [ᾰ] Ἰλ. Λ. 625, Ψ. 592· ― Ἐπ. ὑποτακ. ἄρηαι, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 632· ― ἄρηται, Ἰλ. Μ. 435· εὐκτ. ἀροίμην, Ἰλ., Τραγ. ― ἀπαρέμ. ἀρέσθαι, Ὅμ., Σοφ., Αἴ. 245· ― μετοχ. ἀρόμενος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 168· ― πρκμ. (μ. μέσ. σημασ.) ἦρμαι, Σοφ. Ἠλ. 54. ― Παθ. μέλλ. ἀρθήσομαι, Ἀριστοφ. Ἀχ. 565: ― ἀόρ. ἤρθην, Αἰσχύλ., Θουκ., κτλ. καὶ ἐπαρθείς, κτλ. ἔτι καὶ παρ’ Ἡροδ. 1. 90, κτλ.: ― πρκμ. ἦρμαι, Εὐρ. Ἀποσπ. 1029, Θουκ., ἀλλὰ μ. μέσ. σημασ. Σοφ. Ἠλ. 54. ― Πρβλ. ἀν-, ἀντ-, ἀπ-, δι-, εἰσ-, ἐξ-, ἐπ-, κατ-, μετ-, προσ-, συν-, ὑπεραίρω. (Περὶ τῆς ρίζης ἴδε [[ἀείρω]]. Ὁ Κούρτιος νομίζει ὅτι οἱ χρόνοι οἱ ἔχοντες τὸ ᾰ, [[ἤτοι]] μέλλ. ἀρεῖσθαι, ἀόρ. βϳ ἀρέσθαι, δὲν [[εἶναι]] δυνατὸν νὰ ἀνήκωσιν εἰς τὴν αὐτὴν ῥίζαν, εἰς ἣν καὶ οἱ ἔχοντες ᾱ, μέλλ. ἀρῶ (ἴδε ἐν λ. [[ἀείρω]]), ἀόρ. αϳ ἆραι, ἄρασθαι: ἀναμφιβόλως ὁ μνημονευθεὶς μέλλων ἀνήκει εἰς τὸ [[ἀείρω]], ἀλλ’ οἱ τύποι τοῦ ἀορίστου δυνατὸν νὰ προέκυψαν ἐκ τοῦ [[αἴρω]], ἀνεξαρτήτως τοῦ [[ἀείρω]], [[ὅπως]] τὸ [[φαίνω]], μέλλ. φανῶ, ἔχει ὡς ἀόρ. αϳ ἔφηνα). Α. Ἐνεργ. σηκώνω, ὑψώνω, [[ἀνατείνω]], [[ἐγείρω]], νέκυν, Ἰλ. Ρ. 724 (τὸ μόνον [[παράδειγμα]] παρ’ Ὁμήρ. [[ἔνθα]] τὸ [[αἴρω]] κεῖται ἀντὶ τοῦ [[ἀείρω]])· [[οὕτως]]: ἔμπνους ἀρθείς, Ἀντιφῶν 116. 7: [[ἐγείρω]], [[ὑποβαστάζω]] τινά, Σοφ. Φ. 879· ἀπὸ γῆς αἴρ., Πλάτ. Τίμ. 90Α· [[συχν]]. κατὰ μετοχ., ἄρας ἔπαισε, ὑψώσας (τὰς περόνας) ἐκτύπησε, Σοφ. Ο. Τ. 1270· ― σηκώνω [[ἐπάνω]] μου, [[φέρω]], [[μεταφέρω]], τινί τι, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1339. ― Φράσεις: αἴρειν βῆμα, = βαδίζειν, περιπατεῖν, Εὐρ. Τρῳ. 342· αἴρ. σκέλη, περὶ ἵππου, Ξεν. Ἱπ. 10. 15· πρβλ. Ἀριστ. περὶ Ζῴων πορείας 11. 3: ― ὀρθὸν αἴρειν τὸ [[κάρα]], Αἰσχύλ. Χο. 496· ὀφθαλμὸν ἄρας, Σοφ. Τρ. 795· ἄρασα μύξας (τους μυκτῆρας), ἐπὶ ἐλάφου, ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 110· ― αἴρ. [[τεῖχος]] ἱκανόν, Θουκ. 1. 90. πρβλ. 2. 75· αἴρ. [[σημεῖον]], [[κάμνω]] [[σημεῖον]], Ξεν. Κύρ. 7. 1, 23· αἴρ. μηχανήν, παρουσιάζω ἀπροσδόκητον σκηνὴν ἐν τῷ θεάτρῳ, Ἀντιφ. ἐν «Ποιήσει» 1. 15· αἴρ. θεούς, ἀναβιβάζειν (ἐπὶ τραγῳδοποιῶν), Πλάτ. Κρατ. 425D. ― Παθ., [[ἀναβαίνω]] ὑψηλά, Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 5· ἄνω ἀρθῆναι, ἀναβῆναι ὑψηλὰ ἐν τῷ οὐρανῷ· ἐπὶ τοῦ ἡλίου, Ἱππ. Ἀέρ. 283. ([[οὕτως]] ἀμετάβ. ἐν τῇ ἐνεργ. φωνῇ) ὡς ἄν... [[ἥλιος]] αἴρῃ, Σοφ. Φ. 1331· συλλαμβάνομαι, «πιάνομαι», Sublimis rapi, Ἀριστοφ. Ἀχ. 565· πρβλ. 571. 2) [[συχνάκις]] ἐπὶ στρατιῶν, καὶ πλοίων, αἴρ. τὰς [[ναῦς]], ἀπομακρύνω τὰ πλοῖα ἀπὸ τῆς ξηρᾶς, Θουκ. 1. 52· [[ὡσαύτως]] ἀμετάβ. εἶμαι ἕτοιμος δι’ ἀναχώρησιν, ἀναχωρῶ, ἐκκινῶ, ἆραι τῷ στρατῷ, ὁ αὐτ. 2. 12· [[οὕτως]] ἀπολ. αὐτόθ. 23: ὁ Ἡρόδ. μεταχειρίζεται τὸ παθ. ἀερθῆναι ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας, πρβλ. [[ἀείρω]], [[ὡσαύτως]] κατὰ μέσ. τύπον, Σοφ. Τρ. 1235. ΙΙ. [[φέρω]], [[ὑποφέρω]], [[μόρον]], Αἰσχύλ. Πέρσ. 547· [[ἆθλον]], Σοφ. Τρ. 80. ΙΙΙ. [[ἐγείρω]], ἀνυψῶ, [[μεγαλύνω]], ἀπὸ σμικροῦ δ’ ἂν ἄρειας μέγαν, Αἰσχύλ. Χο. 262· πρβλ. 791· ὄλβον ὃν [[Δαρεῖος]] ἦρεν, ὁ αὐτ. Πέρσ. 164: ― ἰδίως ἐπὶ ὑπερηφανείας καὶ ὀργῆς, [[ἐξερεθίζω]], [[αὐξάνω]], [[ὑψοῦ]] αἴρειν θυμόν, ἐπὶ [[μᾶλλον]] καὶ [[μᾶλλον]] ἐξάπτομαι, Σοφ. Ο. Τ. 914· αἴρειν [[θάρσος]], λαμβάνειν, ἀντλεῖν θάρρος, Εὐρ. κτλ. πρβλ. κατωτέρ. Β: ― Παθ. ἐγείρομαι, ὑψοῦμαι, αὐξάνομαι· ἡ [[δύναμις]] ᾔρετο, Θουκ. 1. 118· ᾔρετο τὸ [[ὕψος]] τοῦ τείχους μέγα, ὁ αὐτ. 2. 75· ἤρθη [[μέγας]], ἐγένετο [[μέγας]], Δημ. 20. 9· ― οὐκ ἤρθη νοῦν ἐς ἀτασθαλίην, Σιμων. 111· ἀρθῆναι φόβῳ, δείμασι, Αἰσχύλ. Θήβ. 196, Εὐρ. Ἑκ. 68· ― ἀπολ. ἐξερεθίζομαι, ἐξεγείρομαι, Σοφ. Ἀντ. 111. 2) ἐξυψῶ διὰ λόγων, ἑπομ. ὑμνῶ, ἐπαινῶ, [[μεγαλύνω]], Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 322, κτλ. ― αἴρειν λόγῳ, ἐξογκώνω διὰ λόγων, Δημ. 537, 13. IV. ἀφαιρῶ, μετακινῶ· ἀπό με τιμῶν ἦραν, Αἰσχύλ. Εὐμ. 880· τινὰ ἐκ πόλεως, Πλάτ. Πολ. 578Ε. - [[καθόλου]], ἀφαιρῶ ἐκ μέσου, θέτω [[τέρμα]] εἴς τι, τὰ κακά, Εὐρ. Ἠλ. 942· αἴρ. τραπέζας, δίδω [[τέλος]] εἰς τὸ [[δεῖπνον]], «σηκώνω τὸ τραπέζι», Μένανδ. ἐν «Κεκρυφάλῳ», 2· ἀρθέντος τοῦ αἰτίου, Ἀριστ. Πρβλ. 19. 36. 2) ἀφαιρῶ τι ἔκ τινος πράγματος, μ. γεν. Αἰσχύλ. Εὐμ. 846. 3) μεταγ. [[ἐκβάλλω]] ἐκ τοῦ μέσου, [[φονεύω]], Εὐαγγ. κ. Ματθ. κδ΄, 39., κ. Λουκ. κγ΄, 18, κτλ. Β. Μέσ., μετὰ παθ. πρκμ. ἦρμαι, (ἴδε ἀνωτ.), [[λαμβάνω]] ἢ [[κομίζω]] τι δι’ ἐμαυτὸν ἢ ὅ, τι [[εἶναι]] [[ἴδιον]] [[ἐμαυτοῦ]], κτῶμαι, [[κερδαίνω]], [[κλέος]] ἐσθλὸν ἄροιτο, Ἰλ. Ε. 3. πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 969Α· ἀέθλια ποσσὶν ἄροντο (ἐπὶ ἵππων), Ἰλ. Ι. 124· [[κῦδος]] ἀρέσθαι, Ι. 303, Ὀδ. Χ. 253: - Ἐντεῦθεν, [[ἁπλῶς]] [[δέχομαι]], [[λαμβάνω]]· [[ἕλκος]] ἀρέσθαι, Ἰλ. Ξ. 130· τόλμαν, Πινδ. Ν. 7. 87: οὕτω καὶ παρ’ Ἀττ., δειλίαν ἀρεῖ ([[οὕτως]] ὁ Schneidew. ἀντὶ ἀρεῖς), θὰ ἐπισύρῃς..., Σοφ. Αἴ. 75· ὄγκον ἀρ., [[ὑπερηφανεύομαι]], φουσκώνω, [[αὐτόθι]] 129, πρβλ. Πλάτ. Πολιτ. 277Β. ΙΙ. [[λαμβάνω]] [[ἐπάνω]] μου, ὑφίσταμαι, [[ὑπέχω]], σηκώνω· οὐδ’ ἂν [[νηῦς]]... [[ἄχθος]] ἄροιτο, Ἰλ. Υ. 247· [[ἄγος]], Αἰσχύλ. Εὐμ. 167· πόνον, Σοφ. Ἀντ. 907· βάρος, Εὐρ. Κύκλ. 473. 2) ἐπιχειρῶ, [[ἀρχίζω]], πόλεμον, Αἰσχύλ. Ἱκ. 341. Θουκ. 4. 60. Δημ. 58. 7· κίνδυνον, Ἀντιφῶν 136.44· [[νεῖκος]], ἔχθραν, κτλ., Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 986, 991: - [[ὡσαύτως]] φυγὴν ἀρέσθαι, fugam capere, Αἰσχύλ. Πέρσ. 481. Εὐρ. Ρῆσ. 54· οὕτω: ποδοῖν κλοπάν, Σοφ. Αἴ. 247. ΙΙΙ. [[ἐγείρω]], [[ἀνεγείρω]], σωτῆρά τινα, Σοφ. Ο. Κ. 460· ἐπὶ ἤχων, αἴρεσθαι φωνήν, ὑψώνω τὴν φωνήν μου, Ἀριστοφ. Ἱππ. 546· [[πένθος]], Σοφ. Ο. Τ. 1225. IV. ὡς τὸ ἐνεργ. [[λαμβάνω]] ἐκ τοῦ μέσου, ἀφαιρῶ, Εὐρ. Ι. Τ. 1201.
|lstext='''αἴρω''': (ἐπιτεταμ. Ἐπ. καὶ ποιητ. [[ἀείρω]], ὃ ἴδε): μέλλ. ἀρῶ [ᾰ] (τὸ ὁποῖον σπανίως συμβαίνει ἐν τῷ ἐνεργ. τύπῳ, ἴδε κατωτέρ.)· πρέπει ἀπὸ τούτου νὰ διακρίνωμεν τὸ ἀρῶ [ᾱ] συνῃρ. ἐκ τοῦ ἀερῶ, μέλλ. τοῦ [[ἀείρω]]: ― ἀόρ. ἦρα, Ἡρόδ. 9. 59, Αἰσχύλ. Ἀγ. 47, Θουκ., μὲ ᾱ εἰς ὅλας τὰς ἐγκλίσεις· ― προστακτ. ἆρον· ― ὑποτακτ. ἄρῃς· ― εὐκτ. ἄρειας· ― μετοχ. ἄρας [ᾱ], Αἰσχύλ., Σοφ.· ― ἀπαρ. ἆραι, Καλλ. Δήμ. 35: ― πρκμ. ἦρκα, Δημ. 786. 4, (ἀπ-), Θουκ. 8. 100: ― ὑπερσυντ. ἤρκεσαν (ἀπ-), Δημ. 387. 28. ― Μέσ., Εὐρ. Ἠλ. 360, Θουκ. 4. 60: ― παρατ. ᾐρόμην, Σοφ. Ἀντ. 907· μέλλ. ἀροῦμαι [ᾰ], ὁ αὐτ. Ο. Κ. 460, Αἴ. 75· ([[ἔνθα]] ἀρεῖ φαίνεται οὖσα ἡ ὀρθὴ γραφή), Πλάτ. Νόμ. 969Α· [[ἀρέομαι]], Πινδ. Π. 1. 146. (περὶ τοῦ ἀροῦμαι [ᾱ] ἴδε [[ἀείρω]]): ― ἀόρ. αϳ ἠράμην, Ἰλ. Ξ. 510. Εὐρ., Πλάτ., ― μὲ ᾱ καθ’ ὅλας τὰς ἐγκλίσεις: ― ὑποτακ. ἄρῃ· ― εὐκτ. ἀραίμην· ― ἀπαρ. ἄρασθαι· ― μετοχ. ἀράμενος, Σοφ., Εὐρ., καὶ παρὰ πεζοῖς: ― παρ’ Ἐπ. ποιηταῖς καὶ ἀόρ. βϳ ἀρόμην [ᾰ] Ἰλ. Λ. 625, Ψ. 592· ― Ἐπ. ὑποτακ. ἄρηαι, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 632· ― ἄρηται, Ἰλ. Μ. 435· εὐκτ. ἀροίμην, Ἰλ., Τραγ. ― ἀπαρέμ. ἀρέσθαι, Ὅμ., Σοφ., Αἴ. 245· ― μετοχ. ἀρόμενος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 168· ― πρκμ. (μ. μέσ. σημασ.) ἦρμαι, Σοφ. Ἠλ. 54. ― Παθ. μέλλ. ἀρθήσομαι, Ἀριστοφ. Ἀχ. 565: ― ἀόρ. ἤρθην, Αἰσχύλ., Θουκ., κτλ. καὶ ἐπαρθείς, κτλ. ἔτι καὶ παρ’ Ἡροδ. 1. 90, κτλ.: ― πρκμ. ἦρμαι, Εὐρ. Ἀποσπ. 1029, Θουκ., ἀλλὰ μ. μέσ. σημασ. Σοφ. Ἠλ. 54. ― Πρβλ. ἀν-, ἀντ-, ἀπ-, δι-, εἰσ-, ἐξ-, ἐπ-, κατ-, μετ-, προσ-, συν-, ὑπεραίρω. (Περὶ τῆς ρίζης ἴδε [[ἀείρω]]. Ὁ Κούρτιος νομίζει ὅτι οἱ χρόνοι οἱ ἔχοντες τὸ ᾰ, [[ἤτοι]] μέλλ. ἀρεῖσθαι, ἀόρ. βϳ ἀρέσθαι, δὲν [[εἶναι]] δυνατὸν νὰ ἀνήκωσιν εἰς τὴν αὐτὴν ῥίζαν, εἰς ἣν καὶ οἱ ἔχοντες ᾱ, μέλλ. ἀρῶ (ἴδε ἐν λ. [[ἀείρω]]), ἀόρ. αϳ ἆραι, ἄρασθαι: ἀναμφιβόλως ὁ μνημονευθεὶς μέλλων ἀνήκει εἰς τὸ [[ἀείρω]], ἀλλ’ οἱ τύποι τοῦ ἀορίστου δυνατὸν νὰ προέκυψαν ἐκ τοῦ [[αἴρω]], ἀνεξαρτήτως τοῦ [[ἀείρω]], [[ὅπως]] τὸ [[φαίνω]], μέλλ. φανῶ, ἔχει ὡς ἀόρ. αϳ ἔφηνα). Α. Ἐνεργ. σηκώνω, ὑψώνω, [[ἀνατείνω]], [[ἐγείρω]], νέκυν, Ἰλ. Ρ. 724 (τὸ μόνον [[παράδειγμα]] παρ’ Ὁμήρ. [[ἔνθα]] τὸ [[αἴρω]] κεῖται ἀντὶ τοῦ [[ἀείρω]])· [[οὕτως]]: ἔμπνους ἀρθείς, Ἀντιφῶν 116. 7: [[ἐγείρω]], [[ὑποβαστάζω]] τινά, Σοφ. Φ. 879· ἀπὸ γῆς αἴρ., Πλάτ. Τίμ. 90Α· [[συχν]]. κατὰ μετοχ., ἄρας ἔπαισε, ὑψώσας (τὰς περόνας) ἐκτύπησε, Σοφ. Ο. Τ. 1270· ― σηκώνω [[ἐπάνω]] μου, [[φέρω]], [[μεταφέρω]], τινί τι, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1339. ― Φράσεις: αἴρειν βῆμα, = βαδίζειν, περιπατεῖν, Εὐρ. Τρῳ. 342· αἴρ. σκέλη, περὶ ἵππου, Ξεν. Ἱπ. 10. 15· πρβλ. Ἀριστ. περὶ Ζῴων πορείας 11. 3: ― ὀρθὸν αἴρειν τὸ [[κάρα]], Αἰσχύλ. Χο. 496· ὀφθαλμὸν ἄρας, Σοφ. Τρ. 795· ἄρασα μύξας (τους μυκτῆρας), ἐπὶ ἐλάφου, ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 110· ― αἴρ. [[τεῖχος]] ἱκανόν, Θουκ. 1. 90. πρβλ. 2. 75· αἴρ. [[σημεῖον]], [[κάμνω]] [[σημεῖον]], Ξεν. Κύρ. 7. 1, 23· αἴρ. μηχανήν, παρουσιάζω ἀπροσδόκητον σκηνὴν ἐν τῷ θεάτρῳ, Ἀντιφ. ἐν «Ποιήσει» 1. 15· αἴρ. θεούς, ἀναβιβάζειν (ἐπὶ τραγῳδοποιῶν), Πλάτ. Κρατ. 425D. ― Παθ., [[ἀναβαίνω]] ὑψηλά, Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 5· ἄνω ἀρθῆναι, ἀναβῆναι ὑψηλὰ ἐν τῷ οὐρανῷ· ἐπὶ τοῦ ἡλίου, Ἱππ. Ἀέρ. 283. ([[οὕτως]] ἀμετάβ. ἐν τῇ ἐνεργ. φωνῇ) ὡς ἄν... [[ἥλιος]] αἴρῃ, Σοφ. Φ. 1331· συλλαμβάνομαι, «πιάνομαι», Sublimis rapi, Ἀριστοφ. Ἀχ. 565· πρβλ. 571. 2) [[συχνάκις]] ἐπὶ στρατιῶν, καὶ πλοίων, αἴρ. τὰς [[ναῦς]], ἀπομακρύνω τὰ πλοῖα ἀπὸ τῆς ξηρᾶς, Θουκ. 1. 52· [[ὡσαύτως]] ἀμετάβ. εἶμαι ἕτοιμος δι’ ἀναχώρησιν, ἀναχωρῶ, ἐκκινῶ, ἆραι τῷ στρατῷ, ὁ αὐτ. 2. 12· [[οὕτως]] ἀπολ. αὐτόθ. 23: ὁ Ἡρόδ. μεταχειρίζεται τὸ παθ. ἀερθῆναι ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας, πρβλ. [[ἀείρω]], [[ὡσαύτως]] κατὰ μέσ. τύπον, Σοφ. Τρ. 1235. ΙΙ. [[φέρω]], [[ὑποφέρω]], [[μόρον]], Αἰσχύλ. Πέρσ. 547· [[ἆθλον]], Σοφ. Τρ. 80. ΙΙΙ. [[ἐγείρω]], ἀνυψῶ, [[μεγαλύνω]], ἀπὸ σμικροῦ δ’ ἂν ἄρειας μέγαν, Αἰσχύλ. Χο. 262· πρβλ. 791· ὄλβον ὃν [[Δαρεῖος]] ἦρεν, ὁ αὐτ. Πέρσ. 164: ― ἰδίως ἐπὶ ὑπερηφανείας καὶ ὀργῆς, [[ἐξερεθίζω]], [[αὐξάνω]], [[ὑψοῦ]] αἴρειν θυμόν, ἐπὶ [[μᾶλλον]] καὶ [[μᾶλλον]] ἐξάπτομαι, Σοφ. Ο. Τ. 914· αἴρειν [[θάρσος]], λαμβάνειν, ἀντλεῖν θάρρος, Εὐρ. κτλ. πρβλ. κατωτέρ. Β: ― Παθ. ἐγείρομαι, ὑψοῦμαι, αὐξάνομαι· ἡ [[δύναμις]] ᾔρετο, Θουκ. 1. 118· ᾔρετο τὸ [[ὕψος]] τοῦ τείχους μέγα, ὁ αὐτ. 2. 75· ἤρθη [[μέγας]], ἐγένετο [[μέγας]], Δημ. 20. 9· ― οὐκ ἤρθη νοῦν ἐς ἀτασθαλίην, Σιμων. 111· ἀρθῆναι φόβῳ, δείμασι, Αἰσχύλ. Θήβ. 196, Εὐρ. Ἑκ. 68· ― ἀπολ. ἐξερεθίζομαι, ἐξεγείρομαι, Σοφ. Ἀντ. 111. 2) ἐξυψῶ διὰ λόγων, ἑπομ. ὑμνῶ, ἐπαινῶ, [[μεγαλύνω]], Εὐρ. Ἡρακλ. 322, κτλ. ― αἴρειν λόγῳ, ἐξογκώνω διὰ λόγων, Δημ. 537, 13. IV. ἀφαιρῶ, μετακινῶ· ἀπό με τιμῶν ἦραν, Αἰσχύλ. Εὐμ. 880· τινὰ ἐκ πόλεως, Πλάτ. Πολ. 578Ε. - [[καθόλου]], ἀφαιρῶ ἐκ μέσου, θέτω [[τέρμα]] εἴς τι, τὰ κακά, Εὐρ. Ἠλ. 942· αἴρ. τραπέζας, δίδω [[τέλος]] εἰς τὸ [[δεῖπνον]], «σηκώνω τὸ τραπέζι», Μένανδ. ἐν «Κεκρυφάλῳ», 2· ἀρθέντος τοῦ αἰτίου, Ἀριστ. Πρβλ. 19. 36. 2) ἀφαιρῶ τι ἔκ τινος πράγματος, μ. γεν. Αἰσχύλ. Εὐμ. 846. 3) μεταγ. [[ἐκβάλλω]] ἐκ τοῦ μέσου, [[φονεύω]], Εὐαγγ. κ. Ματθ. κδ΄, 39., κ. Λουκ. κγ΄, 18, κτλ. Β. Μέσ., μετὰ παθ. πρκμ. ἦρμαι, (ἴδε ἀνωτ.), [[λαμβάνω]] ἢ [[κομίζω]] τι δι’ ἐμαυτὸν ἢ ὅ, τι [[εἶναι]] [[ἴδιον]] [[ἐμαυτοῦ]], κτῶμαι, [[κερδαίνω]], [[κλέος]] ἐσθλὸν ἄροιτο, Ἰλ. Ε. 3. πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 969Α· ἀέθλια ποσσὶν ἄροντο (ἐπὶ ἵππων), Ἰλ. Ι. 124· [[κῦδος]] ἀρέσθαι, Ι. 303, Ὀδ. Χ. 253: - Ἐντεῦθεν, [[ἁπλῶς]] [[δέχομαι]], [[λαμβάνω]]· [[ἕλκος]] ἀρέσθαι, Ἰλ. Ξ. 130· τόλμαν, Πινδ. Ν. 7. 87: οὕτω καὶ παρ’ Ἀττ., δειλίαν ἀρεῖ ([[οὕτως]] ὁ Schneidew. ἀντὶ ἀρεῖς), θὰ ἐπισύρῃς..., Σοφ. Αἴ. 75· ὄγκον ἀρ., [[ὑπερηφανεύομαι]], φουσκώνω, [[αὐτόθι]] 129, πρβλ. Πλάτ. Πολιτ. 277Β. ΙΙ. [[λαμβάνω]] [[ἐπάνω]] μου, ὑφίσταμαι, [[ὑπέχω]], σηκώνω· οὐδ’ ἂν [[νηῦς]]... [[ἄχθος]] ἄροιτο, Ἰλ. Υ. 247· [[ἄγος]], Αἰσχύλ. Εὐμ. 167· πόνον, Σοφ. Ἀντ. 907· βάρος, Εὐρ. Κύκλ. 473. 2) ἐπιχειρῶ, [[ἀρχίζω]], πόλεμον, Αἰσχύλ. Ἱκ. 341. Θουκ. 4. 60. Δημ. 58. 7· κίνδυνον, Ἀντιφῶν 136.44· [[νεῖκος]], ἔχθραν, κτλ., Εὐρ. Ἡρακλ. 986, 991: - [[ὡσαύτως]] φυγὴν ἀρέσθαι, fugam capere, Αἰσχύλ. Πέρσ. 481. Εὐρ. Ρῆσ. 54· οὕτω: ποδοῖν κλοπάν, Σοφ. Αἴ. 247. ΙΙΙ. [[ἐγείρω]], [[ἀνεγείρω]], σωτῆρά τινα, Σοφ. Ο. Κ. 460· ἐπὶ ἤχων, αἴρεσθαι φωνήν, ὑψώνω τὴν φωνήν μου, Ἀριστοφ. Ἱππ. 546· [[πένθος]], Σοφ. Ο. Τ. 1225. IV. ὡς τὸ ἐνεργ. [[λαμβάνω]] ἐκ τοῦ μέσου, ἀφαιρῶ, Εὐρ. Ι. Τ. 1201.
}}
}}
{{bailly
{{bailly