σάφα: Difference between revisions

12 bytes removed ,  31 January 2022
m
Text replacement - "συχν." to "συχν."
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.")
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σάφᾰ''': [σᾰ], ποιητ. ἐπίρρ. τοῦ [[σαφής]], φανερῶς, «ὁλοφάνερα», σαφῶς, βεβαίως, [[συχν]]. παρ’ Ὁμήρ., κλπ., [[μάλιστα]] μετὰ ῥημάτων γνωστικῶν, συχνότατα δὲ [[σάφα]] [[οἶδα]], [[σάφα]] εἰδώς, κτλ., ὡς τὸ εὖ [[οἶδα]], εὖ εἰδώς, κτλ., [[γνωρίζω]] μετὰ βεβαιότητος, πολύ καλά, ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως, Ἰλ. Β. 192, κτλ.· διὰ τοῦ εἰ Ε. 183· μετ’ αἰτ., Ὀδ. Ρ. 373· ἀπολ., Β. 108· μετὰ γενικ., ὃς [[σάφα]] θυμῷ εἰδείη τεράων Ἰλ. Μ. 228, πρβλ. Ὀδ. Α. 202· μετ’ ἀπαρ., Ἰλ. Ο 632· [[συχν]]. [[ὡσαύτως]] παρὰ Τραγικ., σάφ’ [[οἶδα]], σάφ’ [[ἴσθι]] κτλ.· σάφ’ [[ἴσθι]] ὅτι Ἀριστοφ. Πλ. 889· [[ἐνιαχοῦ]] παρὰ τοῖς πεζογράφοις, Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 829, Ἀντιφῶν 143. 32, Ξεν. Κύρ. 4. 5, 21· - οὕτω, [[σάφα]] ἐπίστασθαι Ὀδ. Δ. 730· [[σάφα]] δαεὶς Πινδ. Ο. 7. 166· - [[συχν]]. [[ὡσαύτως]] μετὰ ῥημάτων λεκτικῶν, [[σάφα]] εἰπεῖν, [[λέγω]] σαφῶς, φανερά, «καθαρά», «παστρικά», Ὀδ. Β. 31, Πινδ. Ο. 8. 61· [[λέγω]] ἐν ἀληθείᾳ, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ψεύδεσθαι, Ἰλ. Δ. 404· σ. φράζειν Ἱππ. 383. 51· μυθήσασθαι Θεόκρ. 25. 198. Πρβλ. [[σαφής]].
|lstext='''σάφᾰ''': [σᾰ], ποιητ. ἐπίρρ. τοῦ [[σαφής]], φανερῶς, «ὁλοφάνερα», σαφῶς, βεβαίως, συχν. παρ’ Ὁμήρ., κλπ., [[μάλιστα]] μετὰ ῥημάτων γνωστικῶν, συχνότατα δὲ [[σάφα]] [[οἶδα]], [[σάφα]] εἰδώς, κτλ., ὡς τὸ εὖ [[οἶδα]], εὖ εἰδώς, κτλ., [[γνωρίζω]] μετὰ βεβαιότητος, πολύ καλά, ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως, Ἰλ. Β. 192, κτλ.· διὰ τοῦ εἰ Ε. 183· μετ’ αἰτ., Ὀδ. Ρ. 373· ἀπολ., Β. 108· μετὰ γενικ., ὃς [[σάφα]] θυμῷ εἰδείη τεράων Ἰλ. Μ. 228, πρβλ. Ὀδ. Α. 202· μετ’ ἀπαρ., Ἰλ. Ο 632· συχν. [[ὡσαύτως]] παρὰ Τραγικ., σάφ’ [[οἶδα]], σάφ’ [[ἴσθι]] κτλ.· σάφ’ [[ἴσθι]] ὅτι Ἀριστοφ. Πλ. 889· [[ἐνιαχοῦ]] παρὰ τοῖς πεζογράφοις, Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 829, Ἀντιφῶν 143. 32, Ξεν. Κύρ. 4. 5, 21· - οὕτω, [[σάφα]] ἐπίστασθαι Ὀδ. Δ. 730· [[σάφα]] δαεὶς Πινδ. Ο. 7. 166· - συχν. [[ὡσαύτως]] μετὰ ῥημάτων λεκτικῶν, [[σάφα]] εἰπεῖν, [[λέγω]] σαφῶς, φανερά, «καθαρά», «παστρικά», Ὀδ. Β. 31, Πινδ. Ο. 8. 61· [[λέγω]] ἐν ἀληθείᾳ, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ψεύδεσθαι, Ἰλ. Δ. 404· σ. φράζειν Ἱππ. 383. 51· μυθήσασθαι Θεόκρ. 25. 198. Πρβλ. [[σαφής]].
}}
}}
{{bailly
{{bailly