3,274,246
edits
m (Text replacement - " f.l." to " f.l.") |
m (Text replacement - "Ἡρακλ" to "Ἡρακλ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀνίνημι''': ὀνίνης Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 301C, ὀνίνησι Ἰλ. Ω. 45, Ἡσ., Ἀττ.: ἀπαρ. ὀνῐνάναι Πλάτ. Πολ. 600D: μετοχ. ὀνῐνάς, -ᾶσα ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβ. 58C· ― ὡς παρατατ. παραλαμβάνεται τὸ ὠφέλουν: ― μέλλ. ὀνήσω Ἰλ. Θ. 36, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 7. 141, Εὐρ. Ἀνδρ. 1004, Πλάτ.· Δωρ. γ΄ ἑνικ. ὀνασεῖ Θεόκρ. 7. 36: ― ἀόρ. ὤνησα Ἰλ. Ι. 509, Ἡρόδ. 9 76, Εὐρ. Τρῳ. 933, Πλάτ.· Ἐπικ. ὄνησα Ἰλ. Α. 503· ― Μέσ., ὀνίνᾰμαι, Πλάτ. Γοργ. 525C: παρατατ. ὠνινάμην ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 380F: μέλλ. ὀνήσομαι Ἰλ. Η. 173, Σοφ., Εὐρ., Πλάτ.: ― ἀόρ. ὠνησάμην, μόνον παρὰ Γαλην. (ἐκτὸς ἐὰν ἐν Ἀνθ. Π. 7. 484, δεχθῶμεν ὠνάσατο [μετὰ ᾰ] ἀντὶ τοῦ ἀδιανοήτου ὠνόσατο): ἀόρ. β΄ [[ὠνήμην]] Θέογν. 1380, Εὐρ. Ἄλκ. 335, Πλάτ. Μένων 84C: προστ. ὄνησο Ὀδ. Τ. 68: μετοχ. [[ὀνήμενος]] Β. 33 (πρβλ. ἀπ-)· [[ὡσαύτως]] [[ὠνάμην]], ὤνασθε Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1368, καὶ [[συχνάκις]] παρὰ μεταγεν., Λουκ. Νεκ. Διάλ. 12. 2, κτλ.· ὤνατο Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 1046. 96· ὤναντο Διον. Ἁλ. 1. 23: ἀπαρ. [[ὄνασθαι]] Εὐρ. Ἱππ. 517, Πλάτ. Πολ. 528Α· ― ἡ εὐκτ. ὀναίμην, ἥτις [[εἶναι]] [[συνήθης]] (ἴδε κατωτ. ΙΙ. 3) δύναται νὰ ἀνήκῃ εἰς ἑκάτερον τύπον· παρ’ Ὁμ. [[ὠνάμην]] [[εἶναι]] ἀόρ. α΄ τοῦ [[ὄνομαι]]· ― ὁ παθ. [[τύπος]] ὀνέομαι μνημονεύεται ὑπὸ δύο μεταγεν. συγγραφ., ὀνεῖται Στοβ. 241. 50· ὀνούμενοι Ψευδο-Λουκ. Φιλόπατρ. 26· καὶ ὁ ἀόρ. ὠνήθην ἀπαντᾷ ἐν Ξεν. Ἀναβ. 5. 5, 2, Δωρικ. ὠνάθην Θεόκρ. 15. 55. (Ἡ ἀρχὴ τῆς λέξεως [[εἶναι]] [[ἄδηλος]]· τὸ ὀ- πιθανῶς [[εἶναι]] εὐφωνικόν· ἡ [[ῥίζα]] δὲ φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] ΝΑ, μετὰ τοῦ ἀναδιπλασιαστ. νι, ὀνίνημι· ὁ Fick παραβάλλει τὸ Σανσκρ. nand (gaudeo), μεταβ. nanda-yâmi). Ι. ὠφελῶ, εὐεργετῶ, βοηθῶ, [[ὑποστηρίζω]], καὶ [[ἐνίοτε]] ὡς τὸ Λατ. juvo, εὐφροσύνην ἢ ἡδονὴν [[παρέχω]]· ἀπολ., Ἰλ. Θ. 36, 467, Ἡσ. Θ. 429, Εὐρ. Μήδ. 533, κτλ.· μετ’ οὐδ. ἐπιθ. ἢ ἐπιρρ., παῦρα μὲν οὖν ὀνίνησι Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 577· σμικρὰ δ’ ὀνήσει πόλιν ἡμετέραν; Εὐρ. | |lstext='''ὀνίνημι''': ὀνίνης Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 301C, ὀνίνησι Ἰλ. Ω. 45, Ἡσ., Ἀττ.: ἀπαρ. ὀνῐνάναι Πλάτ. Πολ. 600D: μετοχ. ὀνῐνάς, -ᾶσα ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβ. 58C· ― ὡς παρατατ. παραλαμβάνεται τὸ ὠφέλουν: ― μέλλ. ὀνήσω Ἰλ. Θ. 36, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 7. 141, Εὐρ. Ἀνδρ. 1004, Πλάτ.· Δωρ. γ΄ ἑνικ. ὀνασεῖ Θεόκρ. 7. 36: ― ἀόρ. ὤνησα Ἰλ. Ι. 509, Ἡρόδ. 9 76, Εὐρ. Τρῳ. 933, Πλάτ.· Ἐπικ. ὄνησα Ἰλ. Α. 503· ― Μέσ., ὀνίνᾰμαι, Πλάτ. Γοργ. 525C: παρατατ. ὠνινάμην ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 380F: μέλλ. ὀνήσομαι Ἰλ. Η. 173, Σοφ., Εὐρ., Πλάτ.: ― ἀόρ. ὠνησάμην, μόνον παρὰ Γαλην. (ἐκτὸς ἐὰν ἐν Ἀνθ. Π. 7. 484, δεχθῶμεν ὠνάσατο [μετὰ ᾰ] ἀντὶ τοῦ ἀδιανοήτου ὠνόσατο): ἀόρ. β΄ [[ὠνήμην]] Θέογν. 1380, Εὐρ. Ἄλκ. 335, Πλάτ. Μένων 84C: προστ. ὄνησο Ὀδ. Τ. 68: μετοχ. [[ὀνήμενος]] Β. 33 (πρβλ. ἀπ-)· [[ὡσαύτως]] [[ὠνάμην]], ὤνασθε Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1368, καὶ [[συχνάκις]] παρὰ μεταγεν., Λουκ. Νεκ. Διάλ. 12. 2, κτλ.· ὤνατο Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 1046. 96· ὤναντο Διον. Ἁλ. 1. 23: ἀπαρ. [[ὄνασθαι]] Εὐρ. Ἱππ. 517, Πλάτ. Πολ. 528Α· ― ἡ εὐκτ. ὀναίμην, ἥτις [[εἶναι]] [[συνήθης]] (ἴδε κατωτ. ΙΙ. 3) δύναται νὰ ἀνήκῃ εἰς ἑκάτερον τύπον· παρ’ Ὁμ. [[ὠνάμην]] [[εἶναι]] ἀόρ. α΄ τοῦ [[ὄνομαι]]· ― ὁ παθ. [[τύπος]] ὀνέομαι μνημονεύεται ὑπὸ δύο μεταγεν. συγγραφ., ὀνεῖται Στοβ. 241. 50· ὀνούμενοι Ψευδο-Λουκ. Φιλόπατρ. 26· καὶ ὁ ἀόρ. ὠνήθην ἀπαντᾷ ἐν Ξεν. Ἀναβ. 5. 5, 2, Δωρικ. ὠνάθην Θεόκρ. 15. 55. (Ἡ ἀρχὴ τῆς λέξεως [[εἶναι]] [[ἄδηλος]]· τὸ ὀ- πιθανῶς [[εἶναι]] εὐφωνικόν· ἡ [[ῥίζα]] δὲ φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] ΝΑ, μετὰ τοῦ ἀναδιπλασιαστ. νι, ὀνίνημι· ὁ Fick παραβάλλει τὸ Σανσκρ. nand (gaudeo), μεταβ. nanda-yâmi). Ι. ὠφελῶ, εὐεργετῶ, βοηθῶ, [[ὑποστηρίζω]], καὶ [[ἐνίοτε]] ὡς τὸ Λατ. juvo, εὐφροσύνην ἢ ἡδονὴν [[παρέχω]]· ἀπολ., Ἰλ. Θ. 36, 467, Ἡσ. Θ. 429, Εὐρ. Μήδ. 533, κτλ.· μετ’ οὐδ. ἐπιθ. ἢ ἐπιρρ., παῦρα μὲν οὖν ὀνίνησι Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 577· σμικρὰ δ’ ὀνήσει πόλιν ἡμετέραν; Εὐρ. Ἡρακλ. 705, Πλάτ. Φίληβ. 58C· [[μᾶλλον]] Σιμωνίδ. 24, Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπ. 1. 4· ― συνηθέστερον μετ’ αἰτιατ. προσ., Ἰλ. Ε. 205., Η. 172, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 7. 141, Εὐρ. Ἱππ. 314, Ἀριστοφ. Λυσ. 1033, κτλ.· [[συχν]]. μετ’ οὐδ. ἐπιθ., ἄνδρας μέγα σίνεται ἢ ὀνίνησι Ἰλ. Ω 45, πρβλ. Ι. 509, Ξεν. Ἀν. 3. 1, 38, κτλ.· τῷ κέ με πόλλ’ ὤνησεν [[ἄναξ]], εἰ αὐτόθ’ [[ἐγήρα]] Ὀδ. Ξ. 67· καὶ τοσόνδ’ οὑμοὶ γάμοι ὤνησαν Ἑλλάδ’ Εὐρ. Τρῳ. 933· τι Ἰλ. Α. 395, κτλ.· μετὰ δοτ. τρόπου, εἴ ποτε δή σε ὄνησα ἢ ἔπει ἢ ἔργῳ Α. 503, πρβλ. 395· μετὰ μετοχ., Ξενοφῶντα ὠνήσατε οὐχ ἑλόμενοι, μὴ ἐκλέξαντες αὐτόν, Ξεν. Ἀν. 5. 9, 32, πρβλ. Πλάτ. Συμπ. 193D, Ἱππ. Μείζ. 301C· [[οὕτως]], ὡς ὤνησας ὅτι ἀπεκρίνω Πλάτ. Ἀπολ. 27C. μετὰ διπλῆς αἰτ., σὲ δὲ τοῦτό γε [[γῆρας]] ὀνήσει, τοῦτο [[τοὐλάχιστον]] θὰ ὠφελήσῃ τὸ γῆράς σου, Ὀδ. Ψ. 24· [[ὡσαύτως]], οὐδεμίαν ὤνησε [[κάλλος]] εἰς πόσιν ξυνάορον, δὲν ἐβοήθησεν [[ὥστε]] νὰ λάβῃ …, Εὐρ. Ἀποσπ. 901. 1. ΙΙ. Μέσ. ἔχω [[κέρδος]] ἢ ὠφέλειαν, πορίζομαι ὠφέλειαν, [[ἀπολαύω]] βοηθείας ἢ ὑποστηρίξεως, ἔχω εὐφροσύνην ἢ ἡδονήν, Ἰλ. Ζ. 260, Η. 173, Ὀδ. Ξ. 415, Εὐρ. Ἱππ. 517, κτλ.· μετὰ μετοχ. [[ὠνήμην]] ἔρδων οἷά τ’ [[ἐλεύθερος]] ὢν Θέογν. 1380· ὀνήσεσθε ἀκούοντες Πλάτ. Ἀπολ. 30C, Πολ. 380Β, κτλ.· ἀλλὰ συνηθέστερον μετὰ γεν. ὡς τὸ [[ἀπολαύω]], δαιτὸς ὄνησο Ὀδ. Τ. 68, πρβλ. Εὐρ. Μήδ. 1348· πρὶν σφῶν [[ὄνασθαι]] [[αὐτόθι]] 1025, πρβλ. Ἄλκ. 335· [[συχνάκις]] μετ’ οὐδ. ἀντωνυμίας, τί σευ [[ἄλλος]] ὀνήσεται; τί καλὸν θὰ ἀπολαύσῃ [[ἄλλος]] ἐκ σοῦ; δηλ. τί καλὸν θὰ κάμῃς σὺ εἰς ἄλλον; Ἰλ. Π. 31· τοσόνδ’ ὀνήσει τῶν ἐμῶν... πορθμῶν Σοφ. Τρ. 570, κτλ.· [[οὕτως]], ὄνασθαί τι ἀπό τινος Πλάτ. Πολ. 528Α, Χαρμ. 164Β· [[πρός]] τινος Γαλην.· [[ὡσαύτως]], ὀν. τοῦτο ὅτι..., Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 12.1. 2) μετοχ. ἀορ. [[ὀνήμενος]] = felix (ἴδε κατωτ. 3), [[ἐσθλός]] μοι δοκεῖ [[εἶναι]] [[ὀνήμενος]], «ὁ τὴν ἀγορὰν ἀθροίσας [[ἀγαθός]] μοι δοκεῖ, καὶ [[ὀνήμενος]] εἴη, τουτέστιν, ὄναιτο ταύτης» (Εὐστ.), Ὀδ. Β. 33. 3) εὐκτ. ἀορ. ὀναίμην, αιο, αιτο, ἐπὶ διαμαρτυριῶν, εὐχῶν, κτλ., ὄναιο, Λατ. sis felix! εὐτύχει! Εὐρ. Ὀρ. 1677, κλ.· καὶ μετὰ γεν., ὄναιο τῶν φρενῶν, νὰ χαρῇς τὸν νοῦν σου, ὁ αὐτ. ἐν Ι. Α. 1359· ὄναισθε μύθων ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 1078, πρβλ. Ἑλ. 1418· [[οὕτως]] ὀναίμην τῶν τέκνων, [[εἴθε]] οὕτω νὰ χαρῶ τὰ τέκνα μου, κοινῶς: «ἔτσι νὰ χαρῶ τὰ [[παιδιά]] μου», ἐν παρενθέσει, Ἀριστοφ. Θεσμ. 469· [[οὕτως]] ὄναιο τούτων Δημ. 842. 10· ὄναιντο βίου Σιμωνίδ. ἐν Ἀνθ. Π. 7. 516· μὴ νῦν ὀναίμην, ἀλλ’... ὀλοίμην, [[εἴθε]] νὰ μὴ χαρῶ (τὴν ζωήν μου), ἀλλὰ νὰ ἀποθάνω, Σοφ. Ο. Τ. 644 ([[ἔνθα]] τὸ βίου ἢ τοιαύτη τις [[λέξις]] [[δέον]] νὰ ὑπονοηθῇ, ἴδε ἀνωτ.)· ὄναιο τοῦ γενναίου [[χάριν]] ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 1042· ― [[ὡσαύτως]] μετ’ εἰρωνικῆς σημασίας, ὄναιο μεντἄν, εἴ τις ἐκπλύνειέ σε, θὰ ἦσο καλλίτερα ἐάν σε ἔπλυνέ τις, Ἀριστοφ. Πλ. 1063· ἁλσὶν διασμηχθεὶς ὄναιτ’ ἂν οὑτοσί, δὲν θὰ ὠφελεῖτο ὀλίγον ἂν τὸν «ἁλάτιζαν», (πρβλ. τὸ τῆς συνηθείας: «νά σ’ ἁλατίσω νὰ μὴ βρωμήσῃς), Ἀριστοφ. Νεφ. 1237· [[οὕτως]], ὠνάθην [[μεγάλως]] ὅτι..., πόσον τυχηρὸς εἶμαι ὅτι..., Θεόκρ. 15. 55· ὤνησο, [[διότι]] μὴ ὁ [[Ζεὺς]] ἐπήκουσέ σου Λουκ. Προμ. 20· πρβλ. [[εὐτυχέω]]. ― Ὁ Κόντος (ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 327) τὸ παρὰ Μιχ. Ἀκομινάτῳ ἐν τ. Β΄, σ. 291, 21 ὀνήσανται διώρθωσεν εἰς νοήσονται. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |