συνήδομαι: Difference between revisions

m
Text replacement - "οῡ" to "οῦ"
m (Text replacement - "v.l. " to "v.l. ")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜA<br />ευχαριστούμαι, τέρπομαι ομοίως ή [[εξίσου]] με άλλον<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με δοτ. προσ.) [[χαίρομαι]] [[μαζί]] ή ταυτόχρονα με κάποιον [[άλλο]] λόγω της συμπάθειας που [[νιώθω]] γι' αυτόν<br /><b>2.</b> (με δοτ. πράγματος ή εμπρόθ. προσδ.) [[χαίρομαι]] για [[κάτι]]<br />(α. «[[συνήδομαι]] τῷ νόμῳ τοῦ θεοῡ», ΠΔ<br />β. «συνήδεσθαι τοῖς ἀγαθοῑς», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[χαίρομαι]] με τη [[συμφορά]] ενός άλλου, [[είμαι]] [[χαιρέκακος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἥδομαι]] «τέρπομαι, ευφραίνομαι»].
|mltxt=ΜA<br />ευχαριστούμαι, τέρπομαι ομοίως ή [[εξίσου]] με άλλον<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με δοτ. προσ.) [[χαίρομαι]] [[μαζί]] ή ταυτόχρονα με κάποιον [[άλλο]] λόγω της συμπάθειας που [[νιώθω]] γι' αυτόν<br /><b>2.</b> (με δοτ. πράγματος ή εμπρόθ. προσδ.) [[χαίρομαι]] για [[κάτι]]<br />(α. «[[συνήδομαι]] τῷ νόμῳ τοῦ θεοῦ», ΠΔ<br />β. «συνήδεσθαι τοῖς ἀγαθοῑς», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[χαίρομαι]] με τη [[συμφορά]] ενός άλλου, [[είμαι]] [[χαιρέκακος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἥδομαι]] «τέρπομαι, ευφραίνομαι»].
}}
}}
{{lsm
{{lsm