3,274,216
edits
m (Text replacement - "v.l. " to "v.l. ") |
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀφείλω''': παρατ. ὤφειλον, Ἐπικ. [[ὀφέλλω]]: παρατ. [[ὤφελλον]] ἢ ὄφελλον, ἴδε κατωτ. ΙΙ. 2, 3 (τὸ Ἀττ. ὀφείλετ’, ὄφειλον ἐν Ἰλ. Λ. 686, 688, 698, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 172 πιθ. ὀφείλεται εἰς τοὺς ἀντιγραφεῖς): μέλλ. ὀφειλήσω Ξεν. Κύρ. 7. 2, 28, Δημ. 866, 5· ἀόρ. α΄ ὠφείλησα Ἀριστοφ. Ὄρν. 115, Θουκ. 8. 5 (ἐπ-)· πρκμ. ὠφείληκα, ὑπερσ. -ήκειν Δημ. 1111. 25· ἀόρ. β΄ ὤφελον, ἴδε κατωτ. ΙΙ. 2, 3· ― Παθ., ἀόρ. μετοχ. ὀφειληθεὶς Θουκ. 3. 63. (Ἐκ τῆς √ΟΦΕΛ παράγεται [[ὡσαύτως]] τὸ ὀφλισκάνω· ὁ ἀρχικὸς [[τύπος]] φαίνεται ὅτι ἦτο [[ὀφέλλω]] ἢ ὀφέλyω, [[ὅθεν]] τὸ [[ὀφείλω]], [[ὅπερ]] [[δέον]] νὰ διακρίνηται ἐπιμελῶς ἀπὸ τοῦ [[ὀφέλλω]], [[αὐξάνω]], au eo.) Ὀφείλω, ὡς καὶ νῦν, χρεωστῶ, τὸ καὶ μοιχάγρι’ ὀφέλλει Ὀδ. Θ. 332· ὅτι μοι... ζωάγρι’ ὀφέλλεις 462· [[χρεῖος]], τό ῥά οἱ πᾶς [[δῆμος]] ὄφελλεν Φ. 17· πολέσιν γὰρ Ἐπειοὶ χρεῖον ὄφειλον Ἰλ. Λ. 688· ζημίαν ὀφ. τῷ θεῷ Ἡρόδ. 3. 52, κλ.· μεταφορ., μητέρα μοι ζώουσαν ὀφέλλετε (ὡς παρ’ Ὁρατ. debes Virgilium) Καλλ. Ἀποσπάσμ. 126· ― οὕτω παρ’ Ἀττικ., τί [[ὀφείλω]]; τί «χρεωστῶ»; Ἀριστοφ. Νεφέλ. 21· ὀφ. [[ἀργύριον]], [[χρέα]] ὁ αὐτ. ἐν Ὄρν. 115, Νεφέλ. 117· ὀφ. ἢ θεῷ θυσίας ἢ ἀνθρώπῳ χρήματα Πλάτ. Πολ. 331Β· μετὰ μόνης δοτ., ὀφ. τινί, εἶμαι [[χρεώστης]] εἴς τινα, Ἀριστοφ. Νεφ. 1135, Λυσ. 581, κτλ.· τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ’ ὀφείλειν μηδενὶ Φιλήμων ἐν Ἀδήλ. 68· καὶ ἀπολ., «εἶμαι χρεωμένος», Ἀριστοφ. Νεφ. 485, κτλ.· οἱ ὀφείλοντες, οἱ χρεῶσται, Ἀριστ. Ἠθικ. Ν. 9. 7, 1· ― Παθ., χρεωστοῦμαι, [[μένω]] ὡς [[χρέος]], οἷοι χρεῖός μοι ὀφέλλεται Ὀδ. Γ. 367· (ἐν ᾧ [[χρεῖος]] ὀφείλετο ὑπάρχει ἐν Ἰλ. Λ. 686, 698)· ἢν... ὀφείληταί τι Ἀριστοφ. Νεφ. 484· ὀφ. [[μισθός]] τινι Ξενοφ. Ἀν. 1. 2, 11, κλ.· τὸ ὀφειλόμενον, τὰ ὀφειλόμενα, [[χρέος]], [[ὀφειλή]], χρέη, [[αὐτόθι]] 7. 7, 34, κλ.· ὀφειλόμενα ἀποδιδόναι Ἡρόδ. 5. 99. 2) μεταφορ., ὀφ. [[μέλος]] τινὶ Πινδ. Ο. 10 (11). 3· πολλὰ δώμασιν καλὰ Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 287· ὀφ. [[χάριν]], ἴδε ἐν λ. [[χάρις]] Ι. 2· Ἀπόλλωνι χαριστήρια Ξεν. Κύρ. 7. 2, 28· τὴν ψυχὴν πᾶσιν Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 10. 5. ― Παθ., ὀφείλεταί τινι ἐκ θεῶν [[κλέος]] Αἰσχύλου Ἀποσπ. 306a· ὀφ. τινὶ [[εὐεργεσία]] Θουκ. 1. 137· ἀντὶ χαρίτων ἔχθραι ὀφ. Ξεν. Κύρ. 4. 5, 32· τοῖς μὲν ἐχθροῖς [[βλάβη]] ὀφ., τοῖς δὲ φίλοις [[ὠφέλεια]] Πλάτ. Πολ. 335Ε, πρβλ. 332Β· τοὐφειλόμενον πράσσουσα Δίκη, ὅ,τι ὀφείλεται αὐτῇ, Αἰσχύλ. Χο. 310. 3) ὡς δικανικὸς ὅρος, εἶμαι ὑποχρεωμένος νὰ δώσω, εὐθύνας ὀφείλειν Ἀνδοκ. 10. 15· [[ἐντεῦθεν]], ὡς τὸ [[ὀφλισκάνω]], [[ἐπισύρω]] τιμωρίαν κατ’ [[ἐμαυτοῦ]], ζημίαν Λυσ. 115. 10· διπλῆν τὴν βλάβην ὁ αὐτ. 94. 40, πρβλ. Εὐρ. Ἀνδρ. 360· τὴν τοιαύτην δίκην Πλάτ. Νόμ. 909Α, πρβλ. Δημ. 539. 20. 4) ἐν τῷ παθ., ἐπὶ προσώπων, [[ὑπόκειμαι]], θανάτῳ πάντες ὀφειλόμεθα, τὸ τοῦ Ὁρατίου debemur morti, Σιμωνίδ. ἐν Ἀνθολ. 10. 105, πρβλ. Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 132· [[ἀλλά]], τοιαύταις χερσὶν ὀφειλόμεθα Ἀνθ. Π. 9. 283. ΙΙ. μετ’ ἀπαρ., [[ὀφείλω]] νὰ πράξω τι, ἄλλοτέ περ καὶ [[μᾶλλον]] ὀφέλλετε [[ταῦτα]] πένεσθαι Ἰλ. Τ. 200· | |lstext='''ὀφείλω''': παρατ. ὤφειλον, Ἐπικ. [[ὀφέλλω]]: παρατ. [[ὤφελλον]] ἢ ὄφελλον, ἴδε κατωτ. ΙΙ. 2, 3 (τὸ Ἀττ. ὀφείλετ’, ὄφειλον ἐν Ἰλ. Λ. 686, 688, 698, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 172 πιθ. ὀφείλεται εἰς τοὺς ἀντιγραφεῖς): μέλλ. ὀφειλήσω Ξεν. Κύρ. 7. 2, 28, Δημ. 866, 5· ἀόρ. α΄ ὠφείλησα Ἀριστοφ. Ὄρν. 115, Θουκ. 8. 5 (ἐπ-)· πρκμ. ὠφείληκα, ὑπερσ. -ήκειν Δημ. 1111. 25· ἀόρ. β΄ ὤφελον, ἴδε κατωτ. ΙΙ. 2, 3· ― Παθ., ἀόρ. μετοχ. ὀφειληθεὶς Θουκ. 3. 63. (Ἐκ τῆς √ΟΦΕΛ παράγεται [[ὡσαύτως]] τὸ ὀφλισκάνω· ὁ ἀρχικὸς [[τύπος]] φαίνεται ὅτι ἦτο [[ὀφέλλω]] ἢ ὀφέλyω, [[ὅθεν]] τὸ [[ὀφείλω]], [[ὅπερ]] [[δέον]] νὰ διακρίνηται ἐπιμελῶς ἀπὸ τοῦ [[ὀφέλλω]], [[αὐξάνω]], au eo.) Ὀφείλω, ὡς καὶ νῦν, χρεωστῶ, τὸ καὶ μοιχάγρι’ ὀφέλλει Ὀδ. Θ. 332· ὅτι μοι... ζωάγρι’ ὀφέλλεις 462· [[χρεῖος]], τό ῥά οἱ πᾶς [[δῆμος]] ὄφελλεν Φ. 17· πολέσιν γὰρ Ἐπειοὶ χρεῖον ὄφειλον Ἰλ. Λ. 688· ζημίαν ὀφ. τῷ θεῷ Ἡρόδ. 3. 52, κλ.· μεταφορ., μητέρα μοι ζώουσαν ὀφέλλετε (ὡς παρ’ Ὁρατ. debes Virgilium) Καλλ. Ἀποσπάσμ. 126· ― οὕτω παρ’ Ἀττικ., τί [[ὀφείλω]]; τί «χρεωστῶ»; Ἀριστοφ. Νεφέλ. 21· ὀφ. [[ἀργύριον]], [[χρέα]] ὁ αὐτ. ἐν Ὄρν. 115, Νεφέλ. 117· ὀφ. ἢ θεῷ θυσίας ἢ ἀνθρώπῳ χρήματα Πλάτ. Πολ. 331Β· μετὰ μόνης δοτ., ὀφ. τινί, εἶμαι [[χρεώστης]] εἴς τινα, Ἀριστοφ. Νεφ. 1135, Λυσ. 581, κτλ.· τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ’ ὀφείλειν μηδενὶ Φιλήμων ἐν Ἀδήλ. 68· καὶ ἀπολ., «εἶμαι χρεωμένος», Ἀριστοφ. Νεφ. 485, κτλ.· οἱ ὀφείλοντες, οἱ χρεῶσται, Ἀριστ. Ἠθικ. Ν. 9. 7, 1· ― Παθ., χρεωστοῦμαι, [[μένω]] ὡς [[χρέος]], οἷοι χρεῖός μοι ὀφέλλεται Ὀδ. Γ. 367· (ἐν ᾧ [[χρεῖος]] ὀφείλετο ὑπάρχει ἐν Ἰλ. Λ. 686, 698)· ἢν... ὀφείληταί τι Ἀριστοφ. Νεφ. 484· ὀφ. [[μισθός]] τινι Ξενοφ. Ἀν. 1. 2, 11, κλ.· τὸ ὀφειλόμενον, τὰ ὀφειλόμενα, [[χρέος]], [[ὀφειλή]], χρέη, [[αὐτόθι]] 7. 7, 34, κλ.· ὀφειλόμενα ἀποδιδόναι Ἡρόδ. 5. 99. 2) μεταφορ., ὀφ. [[μέλος]] τινὶ Πινδ. Ο. 10 (11). 3· πολλὰ δώμασιν καλὰ Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 287· ὀφ. [[χάριν]], ἴδε ἐν λ. [[χάρις]] Ι. 2· Ἀπόλλωνι χαριστήρια Ξεν. Κύρ. 7. 2, 28· τὴν ψυχὴν πᾶσιν Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 10. 5. ― Παθ., ὀφείλεταί τινι ἐκ θεῶν [[κλέος]] Αἰσχύλου Ἀποσπ. 306a· ὀφ. τινὶ [[εὐεργεσία]] Θουκ. 1. 137· ἀντὶ χαρίτων ἔχθραι ὀφ. Ξεν. Κύρ. 4. 5, 32· τοῖς μὲν ἐχθροῖς [[βλάβη]] ὀφ., τοῖς δὲ φίλοις [[ὠφέλεια]] Πλάτ. Πολ. 335Ε, πρβλ. 332Β· τοὐφειλόμενον πράσσουσα Δίκη, ὅ,τι ὀφείλεται αὐτῇ, Αἰσχύλ. Χο. 310. 3) ὡς δικανικὸς ὅρος, εἶμαι ὑποχρεωμένος νὰ δώσω, εὐθύνας ὀφείλειν Ἀνδοκ. 10. 15· [[ἐντεῦθεν]], ὡς τὸ [[ὀφλισκάνω]], [[ἐπισύρω]] τιμωρίαν κατ’ [[ἐμαυτοῦ]], ζημίαν Λυσ. 115. 10· διπλῆν τὴν βλάβην ὁ αὐτ. 94. 40, πρβλ. Εὐρ. Ἀνδρ. 360· τὴν τοιαύτην δίκην Πλάτ. Νόμ. 909Α, πρβλ. Δημ. 539. 20. 4) ἐν τῷ παθ., ἐπὶ προσώπων, [[ὑπόκειμαι]], θανάτῳ πάντες ὀφειλόμεθα, τὸ τοῦ Ὁρατίου debemur morti, Σιμωνίδ. ἐν Ἀνθολ. 10. 105, πρβλ. Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 132· [[ἀλλά]], τοιαύταις χερσὶν ὀφειλόμεθα Ἀνθ. Π. 9. 283. ΙΙ. μετ’ ἀπαρ., [[ὀφείλω]] νὰ πράξω τι, ἄλλοτέ περ καὶ [[μᾶλλον]] ὀφέλλετε [[ταῦτα]] πένεσθαι Ἰλ. Τ. 200· συχν. παρ’ Ἡροδ., ὡς 1. 41, 42, 111, Εὐρ. Ἄλκ. 682, 712, κτλ· ὀφ. τινὶ ποιεῖν τι Πλάτ. Πολ. 332Α· καὶ ἐπὶ πραγμάτων, πρέπει νὰ..., ὁ [[λόγος]] ἀκριβῶς ὀφ. λέγεσθαι Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 2, 3. ― Παθ., δράσαντι γάρ τοι καὶ παθεῖν ὀφείλεται Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 282· σοί,... ταῦτ’ ὀφείλεται παθεῖν, [[εἶναι]] ἡ μοῖρά σου νά..., Σοφ. Φιλ. 1421, πρβλ. Ἠλ. 1173· ὡς πᾶσιν ἡμῖν κατθανεῖν ὀφείλεται Εὐρ. Ἄλκ. 419, πρβλ. 782, Ὀρ. 1245, Λυσ. 172. 10· ἴδε ἀνωτ. Ι. 4. 2) ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας ὁ Ἐπικ. παρατ. [[ὤφελλον]] ἢ ὄφελλον καὶ ὁ ἀόριστ. ὤφελον ἢ ὄφελον [[εἶναι]] ἐν χρήσει ἐπὶ πραγμάτων [[ἅπερ]] δὲν ἔχει πράξῃ τις, (ἀλλ’ [[ἅπερ]] ἔπρεπε νὰ εἶχον πραχθῆ), [[ἀγγελίης]], ἣ μὴ ὤφελλε γενέσθαι Ἰλ. Ρ. 686· ὤφελεν ἀθανάτοισιν εὔχεσθαι Ψ. 546· νῦν ὄφελεν πονέεσθαι λισσόμενος Κ. 117, πρβλ. Ὀδ. Δ. 97, 472· ἀνδρὸς... [[ὤφελλον]] ἀμείνονος [[εἶναι]] ἄκοιτις, ἔπρεπε νὰ [[ἤμην]]..., [[εἴθε]] νὰ [[ἤμην]]..., (ἀλλ’ [[εἶναι]] ἀδύνατον), Ἰλ. Ζ. 350· τὸ ἀπαρέμφ. παραλείπεται ἐν Εὐρ. Ἑκ. 395, [[μηδὲ]] τόνδ’ ὠφείλομεν (ἐξυπακ. φέρειν). 3) οἱ χρόνοι οὗτοι [[εἶναι]] [[ὡσαύτως]] ἐν χρήσει, ἑπομένου ἀπαρεμφ. ἐνεστ. ἢ ἀορ. πρὸς δήλωσιν ἐπιθυμίας ἥτις δὲν δύναται νὰ ἐκπληρωθῇ, ἀνδρὸς... [[ὤφελλον]] ἀμείνονος [[εἶναι]] ἄκοιτις, ἔπρεπε νὰ [[ἤμην]]..., [[εἴθε]] νὰ [[ἤμην]]..., (ἀλλ’ [[εἶναι]] ἀδύνατον), Ἰλ. Ζ. 350· ὤφελλες... ῥέξας ἱερὰ κάλ’ ἀναβαινέμεν Ὀδ. Δ. 472· τὴν ὄφελ’ ἐν νήσσεσι [[κατακτάμεν]] Ἄρτεμις, [[εἴθε]] νὰ τὴν εἶχε φονεύσῃ ἡ Ἄρτεμις! (ἀλλὰ δὲν τὴν ἐφόνευσε), Λατ. utinam interfecisset? Ἰλ. Τ. 59, πρβλ. Ὀδ. Δ. 97· τιμὴν πέρ μοι ὄφελλεν [[Ὀλύμπιος]] ἐγγυαλίξαι Ἰλ. Α. 353· συχν. προτάσσεται τὸ [[εἴθε]] (Ἐπικ. [[αἴθε]]), ὥς, κλ., [[ἅπερ]] ἐκφέρουσι τὴν εὐχὴν ἰσχυρότερον, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μετὰ β΄ προσ., αἴθ’ ὄφελλες ἄγονός τ’ ἔμεναι ἀγαμός τ’ ἀπολέσθαι, [[εἴθε]] νὰ εἶχες μείνῃ ..., Ἰλ. Γ. 40, πρβλ. Α. 415, κλ.· αἴθ’ ὤφελλες ... σημαίνειν Ξ. 84· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἄλλων προσώπων, αἴθ’ ὤφελλ’ ὁ [[ξεῖνος]] ... ὀλέσθαι Ὀδ. Σ. 401· αἴθ’ ἅμα πάντες ... ὠφέλετε ... ἐπὶ νηυσὶ [[πεφάσθαι]] Ἰλ. Ω. 254· - οὕτω μετὰ τοῦ ὡς· ὡς ὄφελον ... ἑλέσθαι, [[εἴθε]] νά..., κτλ, Λ. 380· θανέειν Ὀδ. Ξ. 274· ὡς πρὶν [[ὤφελλον]] ὀλέσθαι Ἰλ. Ω. 761, πρβλ. Ὀδ. Ξ. 68· ὡς [[ὤφελες]] αὐτόθ’ ὀλέσθαι Ἰλ. Γ. 428· ὡς [[ὤφελες]] ... Ὀδ. Β. 184· ὡς ὄφελεν ... Ἰλ. Γ. 173, Ὀδ. Ξ. 68, κλ.· ἐπιτεταμένον: ὡς δὴ ἔγωγ’ ὄφελον ... Ὀδ. Α. 217, κλ.· [[ὡσαύτως]] μετ’ ἀρνήσεως, μηδ’ ὄφελες λίσσεσθαι ..., [[εἴθε]] ποτὲ νὰ μη...! Ἰλ. Ι. 698· ἣ μὴ ὤφελλε γενέσθαι Ρ. 686· τὼ μὴ γείνασθαι ὄφελλον Ὀδ. Θ. 312· ὡς μὴ ὤφελλε τεκέσθαι Ἰλ. Χ. 481· ὡς δὴ μὴ ὄφελον [[νικᾶν]] Ὀδ. Λ. 548. - οὕτω παρ’ Ἀττ., ὤφελον ... Σοφ. Ο. Τ. 1157· [[ὤφελες]] ... Ἀριστοφ. Θεσμ. 865· ὤφελε ... Αἰσχύλ. Πρ. 48, κτλ.· [[ὡσαύτως]], ὡς παρ’ Ἐπικ., εἴθ’ [[ὤφελες]] ... Σοφ. Ἠλ. 1021· εἴθ’ ὤφελεν ... Ἀριστοφ. Νεφ. 41, κτλ.· εἰ γὰρ ὤφελον ... ὁ αὐτ. ἐν Ἐκκλ. 380, Πλάτ. Πολ. 432C· ὡς [[ὤφελες]] ... Ἀριστοφ. Βάτρ. 955· μετ’ ἀρνήσ., μήποτ’ ὤφελον Σοφ. Φιλ. 969, Εὐρ. Ἄλκ. 880, Δημ. 322. 3· ὡς μήποτ’ ὤφελον ... Εὐρ. Ἴων 286· [[μηδὲ]] νῦν ὤφελον Δημ. 539. 25· - οὕτω παρ’ Ἡροδ. [[ἄνευ]] αὐξήσ., εἶδον ... τὸ μὴ ἰδέειν ὄφελον 1. 111, πρβλ. 3. 65· καὶ ἔν τισι λυρικοῖς χωρίοις τῶν Ἀττ. ποιητῶν, εἴθ’ ὄφελε ... Αἰσχύλ. Πέρσ. 915· ὄφελε ... Σοφ. Αἴ. 1192· μήποτ’ ὄφελον ... Εὐρ. Μήδ. 1413· - ὁ [[τύπος]] ὤφειλον ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας δύναται νὰ ἐπιτραπῇ τοῖς μεταγεν. ποιηταῖς, [[οἷον]] Κόϊντ. Σμ. 5. 194, ὡς μὴ ὤφειλες ἱκέσθαι· ἀλλ’ ἐν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 172, πρέπει πιθανῶς νὰ γραφῇ [[ὤφελλον]] (ἴδε ἐν ἀρχῇ), καὶ ἐν Εὐρ. Ι. Α. 1291, ὤφελεν· ὁ Καλλ. συντάσσει μεθ’ ὁριστ., ὤφελε μηδ’ ἐγένοντο θοαὶ [[νέες]] Ἐπιγράμμ. 18. 1, πρβλ. Κόϊντ. Σμ. 10. 378, κτλ.· - μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρεμφ., [[ὤμοι]] [[ἐγών]], ὄφελόν με ... ὀλέσθαι Ὀρφ. Ἀργ. 1164· - ἐν τῇ Καινῇ Διαθ. καὶ μετὰ β΄ προσώπου τοῦ ῥήματος, ὄφελον ἐβασιλεύσατε Α΄ Ἐπιστ. πρ. Κορινθ. δ΄, 8, πρβλ. Β΄ πρ. Κορινθ. ια΄, 1, πρ. Γαλάτ. ε΄, 12, Ἀποκάλ. δ΄, 5. ΙΙΙ. ἀπροσ. ὀφείλει, Λατ. oportet, μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., Πινδ. Ν. 2. 9· ὤφελλε oportuit, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 678. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |