ὕφαιμος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
mNo edit summary
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=u(/faimos
|Beta Code=u(/faimos
|Definition=ον, ([[αἷμα]])<br><span class="bld">A</span> [[suffused with blood]], [[blood-shot]], Hp.Aph.5.23; of the [[nail]]s, Orib.Syn.7.18; [[ὑγρασία]] Sor.1.19; [[ῥοῦς]] Id.2.43; οἱ βραχίονες καὶ οἱ καρποὶ τῶν χειρῶν D.47.59; especially of the [[eye]]s, S.E. P.1.44, Gal.18(2).301. Philostr.Gym.25, Philostr.Jun.Im.15; βλέφαρα ὕφαιμα Arist.Phgn.807b29; ὕφαιμον βλέπειν Men.Epit.479, Ael.NA 3.21; ῥίζα ὕφαιμος τὴν χρόαν Dsc.4.23.<br><span class="bld">II</span> of [[complexion]] or [[temperament]], [[sanguine]], Hp.Epid.3.14; ὕφαιμος [[ἵππος]] = [[hot-blooded]], Pl.Phdr. 253e; θερμὸς καὶ ὕφαιμος Arist.Phgn.806b4, cf. 807b32.
|Definition=ον, ([[αἷμα]])<br><span class="bld">A</span> [[suffused with blood]], [[blood-shot]], Hp.Aph.5.23; of the [[nail]]s, Orib.Syn.7.18; [[ὑγρασία]] Sor.1.19; [[ῥοῦς]] Id.2.43; οἱ βραχίονες καὶ οἱ καρποὶ τῶν χειρῶν D.47.59; especially of the [[eye]]s, S.E. P.1.44, Gal.18(2).301. Philostr.Gym.25, Philostr.Jun.Im.15; βλέφαρα ὕφαιμα Arist.Phgn.807b29; ὕφαιμον βλέπειν Men.Epit.479, Ael.NA 3.21; ῥίζα ὕφαιμος τὴν χρόαν Dsc.4.23.<br><span class="bld">II</span> of [[complexion]] or [[temperament]], [[sanguine]], Hp.Epid.3.14; ὕφαιμος [[ἵππος]] = [[hot-blooded]], Pl.Phdr. 253e; θερμὸς καὶ ὕφαιμος Arist.Phgn.806b4, cf. 807b32.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> injecté de sang : ὕφαιμον βλέπειν LUC regarder avec des yeux injectés de sang, <i>càd</i> menaçants, terribles;<br /><b>2</b> de complexion sanguine.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[αἷμα]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὕφαιμος''': -ον, ([[αἷμα]]) ὁ ἔχων [[ὑποκάτω]] ὑποκεχυμένον [[αἷμα]], ὑπόπλεως αἵματος Ἱππ. Ἀφορ. 1253· οἱ βραχίονες καὶ οἱ καρποὶ τῶν χειρῶν Δημ. 1157. 2· [[μάλιστα]] ἐπὶ τῶν ὀφθαλμῶν, Φιλόστρ. 886, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 44, κλπ.· ὕφαιμον βλέπειν Αἰλ. π. Ζ. 3. 21. ΙΙ. ἐπὶ χροιᾶς ἢ κράσεως, [[αἱματώδης]], Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ γ΄ 1090· ὕφ. [[ἵππος]], κοινῶς «θερμοαίματος», [[θυμοειδής]], Πλάτ. Φαῖδρος 253Ε· ὕφ. καὶ θερμὸς Ἀριστ. Φυσιογν. 2, 4, πρβλ. 3, 5.
|lstext='''ὕφαιμος''': -ον, ([[αἷμα]]) ὁ ἔχων [[ὑποκάτω]] ὑποκεχυμένον [[αἷμα]], ὑπόπλεως αἵματος Ἱππ. Ἀφορ. 1253· οἱ βραχίονες καὶ οἱ καρποὶ τῶν χειρῶν Δημ. 1157. 2· [[μάλιστα]] ἐπὶ τῶν ὀφθαλμῶν, Φιλόστρ. 886, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 44, κλπ.· ὕφαιμον βλέπειν Αἰλ. π. Ζ. 3. 21. ΙΙ. ἐπὶ χροιᾶς ἢ κράσεως, [[αἱματώδης]], Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ γ΄ 1090· ὕφ. [[ἵππος]], κοινῶς «θερμοαίματος», [[θυμοειδής]], Πλάτ. Φαῖδρος 253Ε· ὕφ. καὶ θερμὸς Ἀριστ. Φυσιογν. 2, 4, πρβλ. 3, 5.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> injecté de sang : ὕφαιμον βλέπειν LUC regarder avec des yeux injectés de sang, <i>càd</i> menaçants, terribles;<br /><b>2</b> de complexion sanguine.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[αἷμα]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm