firmeza: Difference between revisions
From LSJ
πεσεῖν ἐς τὸ μὴ τελεσφόρον → fall fruitless to the ground, fall powerless to the ground
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{esel | {{esel | ||
|sltx=[[δυσπάθεια]], [[ἀφιλία]], [[ἔνστασις]], [[ἑδραιότης]], [[τὸ ἐμπαράμονον]], [[ἑδραίωσις]], [[τὸ βέβαιον]], [[βεβαιωσύνη]], [[βεβαιότης]], [[ἀτρεμιότης]], [[τὸ ἄσειστον]], [[τὸ ἀντιβατικόν]], [[βαθύτης]], [[τὸ ἑκτικόν]], [[τὸ ἑδραῖον]], [[τὸ ἔντονον]] | |sltx=[[δυσπάθεια]], [[ἀφιλία]], [[ἔνστασις]], [[ἑδραιότης]], [[τὸ ἐμπαράμονον]], [[ἑδραίωσις]], [[τὸ βέβαιον]], [[βεβαιωσύνη]], [[βεβαιότης]], [[ἀτρεμιότης]], [[τὸ ἄσειστον]], [[τὸ ἀντιβατικόν]], [[βαθύτης]], [[τὸ ἑκτικόν]], [[τὸ ἑδραῖον]], [[τὸ ἔντονον]], [[τὸ δυσκίνητον]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:34, 14 November 2023
Spanish > Greek
δυσπάθεια, ἀφιλία, ἔνστασις, ἑδραιότης, τὸ ἐμπαράμονον, ἑδραίωσις, τὸ βέβαιον, βεβαιωσύνη, βεβαιότης, ἀτρεμιότης, τὸ ἄσειστον, τὸ ἀντιβατικόν, βαθύτης, τὸ ἑκτικόν, τὸ ἑδραῖον, τὸ ἔντονον, τὸ δυσκίνητον