βεβαιότης

From LSJ

ξυνῆλθεν ἀτταγᾶς τε καὶ νουμήνιος → birds of a feather flock together, the francolin and the new-moon bird get together

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βεβαιότης Medium diacritics: βεβαιότης Low diacritics: βεβαιότης Capitals: ΒΕΒΑΙΟΤΗΣ
Transliteration A: bebaiótēs Transliteration B: bebaiotēs Transliteration C: vevaiotis Beta Code: bebaio/ths

English (LSJ)

βεβαιότητος, ἡ,
A steadfastness, stability, τῆς οὐσίας Pl.Cra.386a; μετὰ ἡσυχίας καὶ βεβαιότητος ζῆν Id.R.503c, cf. Lg.735a, 790b, Arist.EN1100b12.
2 assurance, certainty, Pl.Phdr.277d; security, safety, βεβαιότητος ἕνεκα Th.4.66; βεβαιότης καὶ ἀσφάλεια Plu.Fab.19.

Spanish (DGE)

βεβαιότητος, ἡ
1 firmeza, estabilidad τῆς οὐσίας Pl.Cra.386a, μετὰ ἡσυχίας καὶ βεβαιότητος ... ζῆν Pl.R.503c, ἐν τοῖς τρόποις Pl.Lg.735a, θέσεως Pl.Lg.790b, περὶ οὐδὲν ... ὑπάρχει τῶν ἀνθρωπίνων ἔργων β. Arist.EN 1100b13, προσώπου Aq.Ps.59.6, cf. Sm.35.6.
2 seguridad, certeza βεβαιότητα ἡγούμενος καὶ σαφήνειαν Pl.Phdr.277d
garantía ἐφρούρουν βεβαιότητος ἕνεκα τῶν Μεγάρων Th.4.66, ποιησάμενοι ... πρὸς Ἀθηναίους ... βεβαιότητα Th.4.51, cf. Plu.Fab.19
lealtad ἔνδηλόν τι ποιεῖν τοῖς Ἀθηναίοις βεβαιότητος πέρι Th.4.132.

German (Pape)

[Seite 440] βεβαιότητος, ἡ, Festigkeit, Sicherheit, Zuverlässigkeit, Thuc. 4, 66; οὐσίας Plat. Crat. 386 a; μετὰ β. καὶ ἡσυχίας ζῆν Rep. VI, 503 c u. Folgde.

French (Bailly abrégé)

βεβαιότητος (ἡ) :
1 solidité, stabilité;
2 sécurité, sûreté.
Étymologie: βέβαιος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βεβαιότης βεβαιότητος, ἡ βέβαιος stevigheid, stabiliteit, zekerheid, betrouwbaarheid:. βεβαιότητος ἕνεκα τῶν Μεγάρων om zeker te zijn van de (trouw van de) Megarenzers Thuc. 4.66.3; μετὰ ἡσυχίας καὶ βεβαιότητος... ζῆν leven in rust en stabiliteit Plat. Resp. 503c; αἱ... νῖκαι κράτος οὐκ εἶχον οὐδὲ βεβαιότητα de overwinningen bezaten geen kracht of bestendigheid Plut. Ant. 50.2.

Russian (Dvoretsky)

βεβαιότης: βεβαιότητος ἡ
1 устойчивость, прочность, надежность, Plat., Plut.;
2 верность, обеспеченность, безопасность (βεβαιότητος ἕνεκα Thuc.);
3 достоверность, определенность (ἐν τῷ συγγράμματι Plat.).

Middle Liddell

[from βέβαιος
firmness, steadfastness, stability, assurance, certainty, Thuc., Plat.

Greek Monotonic

βεβαιότης: βεβαιότητος, ἡ, σταθερότητα, ευστάθεια, ορθότητα, αποφασιστικότητα, ασφάλεια, εγγύηση, διαβεβαίωση, σε Θουκ., Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

βεβαιότης: βεβαιότητος, ἡ, σταθερότης, στερεότης, εὐστάθεια, τῆς οὐσίας Πλάτ. Κρατ. 386Α· μετὰ βεβαιότητος, κατὰ τρόπον βέβαιον, σταθερόν, ἀσφαλῆ, ὁ αὐτ. Πολ. 503C· πρβλ. Νόμ. 735Α, 790Β. 2) βεβαιότης, πεποίθησις, ὁ αὐτ. Φαίδρ. 277D· ἀσφάλεια, βεβαιότητος ἕνεκα Θουκ. 4. 66.

English (Woodhouse)

assurance, certainty, durability, security, steadfastness

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Lexicon Thucydideum

firmitas, firma cautio, firmness, surety, 4.51.1, 4.66.4,
praesidii causa, for protection. 4.132.2.