καταγλωττίζω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - " :" to ":")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1342.png Seite 1342]] züngelnd, mit Berührung der Zunge, wollüstig küssen, com. Poll. 2, 109; dah. [[μέλος]] θηλυδριῶδες καὶ κατεγλωττισμένον καὶ μανδαλωτόν (züngelküsserig, Droysen), Ar. Th. 131; – nach Hesych. auch βλασφημεῖν, wie Ar. Aeh. 380 διέβαλλε καὶ ψευδῆ κατεγλώττιζέ μου vrbdt, er redete Lügen von mir; auch τινά, Einen niederreden, ihn zum Schweigen bringen, τἡν πόλιν πεποίηκας ὥςτε νυνὶ ὑπὸ σοῦ μονωτάτου κατεγλωττισμένην σιωπᾶν Equ. 342; immer aber mit Anspielung auf die erste Bdtg. – Aber κατεγλωττισμένη [[λέξις]] u. ähnl. ist = in ausgesucht seltenen Wörtern, Philostr. u. a. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1342.png Seite 1342]] züngelnd, mit Berührung der Zunge, wollüstig küssen, com. Poll. 2, 109; dah. [[μέλος]] θηλυδριῶδες καὶ κατεγλωττισμένον καὶ μανδαλωτόν (züngelküsserig, Droysen), Ar. Th. 131; – nach Hesych. auch βλασφημεῖν, wie Ar. Aeh. 380 διέβαλλε καὶ ψευδῆ κατεγλώττιζέ μου vrbdt, er redete Lügen von mir; auch τινά, Einen niederreden, ihn zum Schweigen bringen, τἡν πόλιν πεποίηκας ὥςτε νυνὶ ὑπὸ σοῦ μονωτάτου κατεγλωττισμένην σιωπᾶν Equ. 342; immer aber mit Anspielung auf die erste Bdtg. – Aber κατεγλωττισμένη [[λέξις]] u. ähnl. ist = in ausgesucht seltenen Wörtern, Philostr. u. a. Sp.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> caresser de la langue;<br /><b>2</b> assourdir de sa parole, de ses cris;<br /><b>3</b> exercer sa langue contre, déblatérer.<br />'''Étymologie:''' [[κατάγλωττος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''καταγλωττίζω'''::Παθ. πρκμ. κατεγλώττισμαι:- ἀκολάστως φιλῶ συνάπτων χείλη πρὸς χείλη καὶ γλῶσσαν πρὸς γλῶσσαν, Κωμικ. παρὰ Πολυδ. Β', 109:- [[ἐντεῦθεν]], [[μέλος]] κατεγλωττισμένον, ᾆσμα ἀκόλαστον, αἰσχρόν, Ἀριστοφ. Θεσμ. 131, ἴδε τὸ ἑπόμ. (ἕτεροι ἑρμηνεύουσιν: ᾆσμα συντεθειμένον διὰ λέξεων σπανίων καὶ ἐξεζητημένων, ὡς τὸ [[λέξις]] κατεγλωττισμένη ἐν Φιλοστρ. 21, Εὐναπ. σ. 99, κλ. πρβλ. [[κατάγλωττος]] ΙΙ). ΙΙ. μεταχειρίζομαι τὴν γλῶσσαν (ἢ ὁμιλῶ) [[ἐναντίον]] ἑτέρου, ψευδῆ κ. τινὸς Ἀριστοφ. Ἀχ. 380. ΙΙΙ. [[καταγλωττίζω]] τινά, [[καταβάλλω]] αὐτὸν διὰ τῆς γλώσσης, [[ἐντεῦθεν]] ἐν τῷ Παθ., τὴν πόλιν πεποίηκας [[ὥστε]] νυνὶ ὑπό σοῦ μονωτάτου κατεγλωττισμένην σιωπᾶν, «πλήρη γενομένη τῶν σῶν λόγων» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Ἱππ. 352.
|lstext='''καταγλωττίζω'''::Παθ. πρκμ. κατεγλώττισμαι:- ἀκολάστως φιλῶ συνάπτων χείλη πρὸς χείλη καὶ γλῶσσαν πρὸς γλῶσσαν, Κωμικ. παρὰ Πολυδ. Β', 109:- [[ἐντεῦθεν]], [[μέλος]] κατεγλωττισμένον, ᾆσμα ἀκόλαστον, αἰσχρόν, Ἀριστοφ. Θεσμ. 131, ἴδε τὸ ἑπόμ. (ἕτεροι ἑρμηνεύουσιν: ᾆσμα συντεθειμένον διὰ λέξεων σπανίων καὶ ἐξεζητημένων, ὡς τὸ [[λέξις]] κατεγλωττισμένη ἐν Φιλοστρ. 21, Εὐναπ. σ. 99, κλ. πρβλ. [[κατάγλωττος]] ΙΙ). ΙΙ. μεταχειρίζομαι τὴν γλῶσσαν (ἢ ὁμιλῶ) [[ἐναντίον]] ἑτέρου, ψευδῆ κ. τινὸς Ἀριστοφ. Ἀχ. 380. ΙΙΙ. [[καταγλωττίζω]] τινά, [[καταβάλλω]] αὐτὸν διὰ τῆς γλώσσης, [[ἐντεῦθεν]] ἐν τῷ Παθ., τὴν πόλιν πεποίηκας [[ὥστε]] νυνὶ ὑπό σοῦ μονωτάτου κατεγλωττισμένην σιωπᾶν, «πλήρη γενομένη τῶν σῶν λόγων» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Ἱππ. 352.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> caresser de la langue;<br /><b>2</b> assourdir de sa parole, de ses cris;<br /><b>3</b> exercer sa langue contre, déblatérer.<br />'''Étymologie:''' [[κατάγλωττος]].
}}
}}
{{grml
{{grml