Anonymous

καταγλωττίζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<b>1</b> caresser de la langue;<br /><b>2</b> assourdir de sa parole, de ses cris;<br /><b>3</b> exercer sa langue contre, déblatérer.<br />'''Étymologie:''' [[κατάγλωττος]].
|btext=<b>1</b> caresser de la langue;<br /><b>2</b> assourdir de sa parole, de ses cris;<br /><b>3</b> exercer sa langue contre, déblatérer.<br />'''Étymologie:''' [[κατάγλωττος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''καταγλωττίζω'''::Παθ. πρκμ. κατεγλώττισμαι:- ἀκολάστως φιλῶ συνάπτων χείλη πρὸς χείλη καὶ γλῶσσαν πρὸς γλῶσσαν, Κωμικ. παρὰ Πολυδ. Β', 109:- [[ἐντεῦθεν]], [[μέλος]] κατεγλωττισμένον, ᾆσμα ἀκόλαστον, αἰσχρόν, Ἀριστοφ. Θεσμ. 131, ἴδε τὸ ἑπόμ. (ἕτεροι ἑρμηνεύουσιν: ᾆσμα συντεθειμένον διὰ λέξεων σπανίων καὶ ἐξεζητημένων, ὡς τὸ [[λέξις]] κατεγλωττισμένη ἐν Φιλοστρ. 21, Εὐναπ. σ. 99, κλ. πρβλ. [[κατάγλωττος]] ΙΙ). ΙΙ. μεταχειρίζομαι τὴν γλῶσσαν (ἢ ὁμιλῶ) [[ἐναντίον]] ἑτέρου, ψευδῆ κ. τινὸς Ἀριστοφ. Ἀχ. 380. ΙΙΙ. [[καταγλωττίζω]] τινά, [[καταβάλλω]] αὐτὸν διὰ τῆς γλώσσης, [[ἐντεῦθεν]] ἐν τῷ Παθ., τὴν πόλιν πεποίηκας [[ὥστε]] νυνὶ ὑπό σοῦ μονωτάτου κατεγλωττισμένην σιωπᾶν, «πλήρη γενομένη τῶν σῶν λόγων» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Ἱππ. 352.
|elnltext=καταγλωττίζω [κατά, γλῶττα] (tong)zoenen, tongen; overdr.: ὥστε... ὑπὸ σοῦ μονωτάτου κατεγλωττισμένην σιωπᾶν zodat (de stad) uitsluitend en alleen door jou getongd wordt (jouw vuile woorden hoort) en zwijgt Aristoph. Eq. 352; ψευδῆ κατεγλώττιζέ μου zijn vuige tong besmeurde mij met leugens Aristoph. Ach. 380.
}}
{{elru
|elrutext='''καταγλωττίζω:''' (только impf. κατεγλώττιζον и part. pf. pass. κατεγλωττισμένος)<br /><b class="num">1)</b> [[сладострастно целовать]]: τὸ [[μέλος]] κατεγλωττισμένον Arph. ласкающий напев;<br /><b class="num">2)</b> [[оглушать болтовней]]: τὴν πόλιν ποιεῖν κατεγλωττισμένην σιωπᾶν Arph. своей болтовней привести (весь) город к молчанию;<br /><b class="num">3)</b> [[молоть языком]], [[сплетничать]]: διέβαλλε καὶ [[ψευδῆ]] κατεγλώττιζέ μου Arph. (Клеон) оклеветал и оболгал меня.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καταγλωττίζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[φιλώ]] [[λάγνα]] ενώνοντας χείλη με χείλη και [[γλώσσα]] με [[γλώσσα]]<br /><b>2.</b> [[καταβάλλω]] κάποιον με τη [[γλώσσα]], [[αποστομώνω]]<br /><b>3.</b> [[μιλώ]] [[εναντίον]] κάποιου («ψευδῆ καταγλώττιζέ μου», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>4.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ.) <i>κατεγλωττισμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ον</i><br />αυτός που έχει γραφεί με σπάνιες και πολύ εξεζητημένες λέξεις<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «κατεγλωττισμένον [[μέλος]]» — αισχρό [[άσμα]] (<b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[γλωττίζω]] «[[φιλώ]] [[λάγνα]]» (<span style="color: red;"><</span> [[γλῶττα]] «[[γλώσσα]])].
|mltxt=[[καταγλωττίζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[φιλώ]] [[λάγνα]] ενώνοντας χείλη με χείλη και [[γλώσσα]] με [[γλώσσα]]<br /><b>2.</b> [[καταβάλλω]] κάποιον με τη [[γλώσσα]], [[αποστομώνω]]<br /><b>3.</b> [[μιλώ]] [[εναντίον]] κάποιου («ψευδῆ καταγλώττιζέ μου», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>4.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ.) <i>κατεγλωττισμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ον</i><br />αυτός που έχει γραφεί με σπάνιες και πολύ εξεζητημένες λέξεις<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «κατεγλωττισμένον [[μέλος]]» — αισχρό [[άσμα]] (<b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[γλωττίζω]] «[[φιλώ]] [[λάγνα]]» (<span style="color: red;"><</span> [[γλῶττα]] «[[γλώσσα]])].
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''καταγλωττίζω:''' (только impf. κατεγλώττιζον и part. pf. pass. κατεγλωττισμένος)<br /><b class="num">1)</b> [[сладострастно целовать]]: τὸ [[μέλος]] κατεγλωττισμένον Arph. ласкающий напев;<br /><b class="num">2)</b> [[оглушать болтовней]]: τὴν πόλιν ποιεῖν κατεγλωττισμένην σιωπᾶν Arph. своей болтовней привести (весь) город к молчанию;<br /><b class="num">3)</b> [[молоть языком]], [[сплетничать]]: διέβαλλε καὶ [[ψευδῆ]] κατεγλώττιζέ μου Arph. (Клеон) оклеветал и оболгал меня.
|lstext='''καταγλωττίζω'''::Παθ. πρκμ. κατεγλώττισμαι:- ἀκολάστως φιλῶ συνάπτων χείλη πρὸς χείλη καὶ γλῶσσαν πρὸς γλῶσσαν, Κωμικ. παρὰ Πολυδ. Β', 109:- [[ἐντεῦθεν]], [[μέλος]] κατεγλωττισμένον, ᾆσμα ἀκόλαστον, αἰσχρόν, Ἀριστοφ. Θεσμ. 131, ἴδε τὸ ἑπόμ. (ἕτεροι ἑρμηνεύουσιν: ᾆσμα συντεθειμένον διὰ λέξεων σπανίων καὶ ἐξεζητημένων, ὡς τὸ [[λέξις]] κατεγλωττισμένη ἐν Φιλοστρ. 21, Εὐναπ. σ. 99, κλ. πρβλ. [[κατάγλωττος]] ΙΙ). ΙΙ. μεταχειρίζομαι τὴν γλῶσσαν (ἢ ὁμιλῶ) [[ἐναντίον]] ἑτέρου, ψευδῆ κ. τινὸς Ἀριστοφ. Ἀχ. 380. ΙΙΙ. [[καταγλωττίζω]] τινά, [[καταβάλλω]] αὐτὸν διὰ τῆς γλώσσης, [[ἐντεῦθεν]] ἐν τῷ Παθ., τὴν πόλιν πεποίηκας [[ὥστε]] νυνὶ ὑπό σοῦ μονωτάτου κατεγλωττισμένην σιωπᾶν, «πλήρη γενομένη τῶν σῶν λόγων» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Ἱππ. 352.
}}
{{elnl
|elnltext=καταγλωττίζω [κατά, γλῶττα] (tong)zoenen, tongen; overdr.: ὥστε... ὑπὸ σοῦ μονωτάτου κατεγλωττισμένην σιωπᾶν zodat (de stad) uitsluitend en alleen door jou getongd wordt (jouw vuile woorden hoort) en zwijgt Aristoph. Eq. 352; ψευδῆ κατεγλώττιζέ μου zijn vuige tong besmeurde mij met leugens Aristoph. Ach. 380.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=perf. κατεγλώττισμαι<br />Pass. to be talked [[down]], Ar.
|mdlsjtxt=perf. κατεγλώττισμαι<br />Pass. to be talked [[down]], Ar.
}}
}}