μάρναμαι: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - " :" to ":")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0096.png Seite 96]] nur praes. u. impf. (vgl. [[μάρη]]), opt. μαρνοίμην, Od. 11, 513, inf. μάρνασθαι, impf. ἐμαρνάμην, davon 3. dual. ἐμαρνάσθην, Il. 7, 301 inicht aor.), – [[kämpfen]], streiten, in der Schlacht, Hom. oft τινί, gegen Einen, Τρώεσσι, mit den Troern, Il. 15, 475 u. öfter, auch δηΐοισιν ἐπ' ἀνδράσι, 9, 317. 17, 148; ἐναντίοι ἀλλήλοισιν, Hes. Th. 646; aber σύν τινι = mit Einem verbündet, Od. 3, 85; auch ἔγχεϊ μάρνασθαι, mit der Lanze kämpfen, Il. 16, 195, wie φασγάνῳ, δουρί, Pind. P. 9, 21 Ol. 6, 17; [[περί]] τινος, um Etwas, Il. 16, 497; Hes. Th. 647; Pind. N. 10, 86; ἕνεκά τινος, Hes. O. 165; – mit Worten streiten, zanken, Il. 1, 257. – Uebh. kämpfen, ringen, ἐν ἱπποσόαισιν ἄνδρεσσι μαρνάμενον Pind. P. 2, 65, μαρνάσθω τις ἔρδων ἀμφ' ἀέθλοισι, sich anstrengen, I. 4, 61, ἀμφ' ἀρεταῖσι, Ol. 5, 15, vgl. N. 5, 47; von den Tragg. nur Eur., μάρνανται δορί, Med. 249, vgl. Phoen. 1149; [[πρός]] τινα, Troad. 726; sp. D., wie Anacr. 12, 11 Maced. 21 (XI, 63). In Prosa kommt es nicht vor. – Das act. μάρνημι erwähnt Schol. Opp. Hal. 1, 16.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0096.png Seite 96]] nur praes. u. impf. (vgl. [[μάρη]]), opt. μαρνοίμην, Od. 11, 513, inf. μάρνασθαι, impf. ἐμαρνάμην, davon 3. dual. ἐμαρνάσθην, Il. 7, 301 inicht aor.), – [[kämpfen]], streiten, in der Schlacht, Hom. oft τινί, gegen Einen, Τρώεσσι, mit den Troern, Il. 15, 475 u. öfter, auch δηΐοισιν ἐπ' ἀνδράσι, 9, 317. 17, 148; ἐναντίοι ἀλλήλοισιν, Hes. Th. 646; aber σύν τινι = mit Einem verbündet, Od. 3, 85; auch ἔγχεϊ μάρνασθαι, mit der Lanze kämpfen, Il. 16, 195, wie φασγάνῳ, δουρί, Pind. P. 9, 21 Ol. 6, 17; [[περί]] τινος, um Etwas, Il. 16, 497; Hes. Th. 647; Pind. N. 10, 86; ἕνεκά τινος, Hes. O. 165; – mit Worten streiten, zanken, Il. 1, 257. – Uebh. kämpfen, ringen, ἐν ἱπποσόαισιν ἄνδρεσσι μαρνάμενον Pind. P. 2, 65, μαρνάσθω τις ἔρδων ἀμφ' ἀέθλοισι, sich anstrengen, I. 4, 61, ἀμφ' ἀρεταῖσι, Ol. 5, 15, vgl. N. 5, 47; von den Tragg. nur Eur., μάρνανται δορί, Med. 249, vgl. Phoen. 1149; [[πρός]] τινα, Troad. 726; sp. D., wie Anacr. 12, 11 Maced. 21 (XI, 63). In Prosa kommt es nicht vor. – Das act. μάρνημι erwähnt Schol. Opp. Hal. 1, 16.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés., impf.</i> ἐμαρνάμην <i>et ao.</i> ἐμαρνάσθην;<br />combattre, lutter : τινι, [[ἐπί]] τινι, [[πρός]] τινα, contre qqn ; [[σύν]] τινι OD comme allié de qqn ; [[περί]] τινος, pour qqn <i>ou</i> pour qch ; <i>particul.</i> combattre en paroles, se disputer.<br />'''Étymologie:''' R. Μαρ, briser ; cf. <i>skr.</i> mrinâmi « je broie ».
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μάρνᾰμαι''': μάρνασαι Πινδ. Ν. 10. 161, μάρναται Ἰλ., μάρνανται Εὐρ. Μήδ. 249· προστακ. μάρναο Ἰλ. Ο. 475· ὑποτακτ. μαρνώμεσθα Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 110· εὐκτ. μαρνοίμεθα (-αίμεθα Bekk.) Ὀδ. Λ. 512· ἀπαρ. μάρνασθαι Ἰλ., Εὐρ.· μετοχ. μαρνάμενος Ἰλ., Εὐρ.· παρατ. ἐμαρνάμην Ἀνακρεόντ. 12. 11, -αο, -ατο Ὀδ. Χ. 228, Ἰλ. Μ. 40 (Ἐπικ. μάρνατο Λ. 498)· γ΄ δυϊκ. ἐμαρνάσθην Η. 301· πληθ. ἐμαρνάμεσθα Εὐρ. Φοίν. 1142, Ι. Τ. 1376, Ἐπικ. μαρνάμεθα Ὀδ. Γ. 108, μάρναντο Ἰλ.· ― ἀποθ. ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατατικ. καὶ κλινόμενον κατὰ τὸ ἵσταμαι. (Πρβλ. Σανσκρ. mar, m.ri-.nami, (contero)· [[ἴσως]] συγγενὲς τῇ √ΜΕΡ, ἴδε ἐν λέξ. [[μορτός]]). Μάχομαι, πολεμῶ, τινί, [[πρός]] τινα ἢ κατά τινος, Ἰλ. Ο. 475, κτλ.· ἐπί τινι Ι. 317· [[πρός]] τινα Εὐρ. Τρῳ 726· ἐναντίοι ἀλλήλοισιν Ἡσ. Θ. 646· [[ἀλλά]], σύν τινι, [[ὁμοῦ]] μετά τινος, ὡς [[ἐπίκουρος]] [[αὐτοῦ]] καὶ [[σύμμαχος]], Ὀδ. Γ. 85· [[ἀμφί]] τινα, [[περί]] τινα (ἥρωα) πεσόντα, Ἰλ. Π. 775· [[περί]] τινος, ἐπί τινι, Π. 497, Ἡσ. Θ. 647· ἕνεκά τινος ὁ αὐτ. ἐν Ἔργ. κ. Ἡμ. 162· μετὰ δοτ. τοῦ ὀργάνου, ἔγχεϊ, χαλκῷ μ. Ἰλ. Π. 195, κτλ.· φασγάνῳ, δορί, κτλ., Πίνδ., Εὐρ. Μήδ. 249. 2) ἐπὶ πυγμάχων, Ὀδ. Σ. 31. 3) [[ἐρίζω]], φιλονικῶ διὰ λόγων, Ἰλ. Α. 257. 4) παρὰ Πινδ. [[ἀγωνίζομαι]], [[μάχομαι]] πάσῃ δυνάμει, Π. 2. 120· [[ἀμφί]] τινι, [[περί]] τινι Ο. 5. 35, Ν. 5. 86· μ. φυᾷ, [[ἀγωνίζομαι]] πάσῃ δυνάμει, Ν. 1. 37. ― Ἐπικ. καὶ Λυρ. [[ῥῆμα]] ἐν χρήσει καὶ παρ’ Εὐρ.
|lstext='''μάρνᾰμαι''': μάρνασαι Πινδ. Ν. 10. 161, μάρναται Ἰλ., μάρνανται Εὐρ. Μήδ. 249· προστακ. μάρναο Ἰλ. Ο. 475· ὑποτακτ. μαρνώμεσθα Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 110· εὐκτ. μαρνοίμεθα (-αίμεθα Bekk.) Ὀδ. Λ. 512· ἀπαρ. μάρνασθαι Ἰλ., Εὐρ.· μετοχ. μαρνάμενος Ἰλ., Εὐρ.· παρατ. ἐμαρνάμην Ἀνακρεόντ. 12. 11, -αο, -ατο Ὀδ. Χ. 228, Ἰλ. Μ. 40 (Ἐπικ. μάρνατο Λ. 498)· γ΄ δυϊκ. ἐμαρνάσθην Η. 301· πληθ. ἐμαρνάμεσθα Εὐρ. Φοίν. 1142, Ι. Τ. 1376, Ἐπικ. μαρνάμεθα Ὀδ. Γ. 108, μάρναντο Ἰλ.· ― ἀποθ. ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατατικ. καὶ κλινόμενον κατὰ τὸ ἵσταμαι. (Πρβλ. Σανσκρ. mar, m.ri-.nami, (contero)· [[ἴσως]] συγγενὲς τῇ √ΜΕΡ, ἴδε ἐν λέξ. [[μορτός]]). Μάχομαι, πολεμῶ, τινί, [[πρός]] τινα ἢ κατά τινος, Ἰλ. Ο. 475, κτλ.· ἐπί τινι Ι. 317· [[πρός]] τινα Εὐρ. Τρῳ 726· ἐναντίοι ἀλλήλοισιν Ἡσ. Θ. 646· [[ἀλλά]], σύν τινι, [[ὁμοῦ]] μετά τινος, ὡς [[ἐπίκουρος]] [[αὐτοῦ]] καὶ [[σύμμαχος]], Ὀδ. Γ. 85· [[ἀμφί]] τινα, [[περί]] τινα (ἥρωα) πεσόντα, Ἰλ. Π. 775· [[περί]] τινος, ἐπί τινι, Π. 497, Ἡσ. Θ. 647· ἕνεκά τινος ὁ αὐτ. ἐν Ἔργ. κ. Ἡμ. 162· μετὰ δοτ. τοῦ ὀργάνου, ἔγχεϊ, χαλκῷ μ. Ἰλ. Π. 195, κτλ.· φασγάνῳ, δορί, κτλ., Πίνδ., Εὐρ. Μήδ. 249. 2) ἐπὶ πυγμάχων, Ὀδ. Σ. 31. 3) [[ἐρίζω]], φιλονικῶ διὰ λόγων, Ἰλ. Α. 257. 4) παρὰ Πινδ. [[ἀγωνίζομαι]], [[μάχομαι]] πάσῃ δυνάμει, Π. 2. 120· [[ἀμφί]] τινι, [[περί]] τινι Ο. 5. 35, Ν. 5. 86· μ. φυᾷ, [[ἀγωνίζομαι]] πάσῃ δυνάμει, Ν. 1. 37. ― Ἐπικ. καὶ Λυρ. [[ῥῆμα]] ἐν χρήσει καὶ παρ’ Εὐρ.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés., impf.</i> ἐμαρνάμην <i>et ao.</i> ἐμαρνάσθην;<br />combattre, lutter : τινι, [[ἐπί]] τινι, [[πρός]] τινα, contre qqn ; [[σύν]] τινι OD comme allié de qqn ; [[περί]] τινος, pour qqn <i>ou</i> pour qch ; <i>particul.</i> combattre en paroles, se disputer.<br />'''Étymologie:''' R. Μαρ, briser ; cf. <i>skr.</i> mrinâmi « je broie ».
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth