ἐξομόργνυμι: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b> [a-zA-Z]+\.) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0886.png Seite 886]] (s. [[ὀμόργνυμι]]), auswischen, abwischen, reinigen; ἐκ δ' ὄμορξον ἀθλίου στόματος ἀφρώδη πέλανον Eur. Or. 219; im med., [[αἷμα]] πέπλοις, sich das Blut am Gewande abwischen, Herc. Fur. 1399; übertr., μωρίαν τὴν σὴν [[ἐμοί]] Bacch. 344, d. i. mich mit deiner Thorheit beflecken, anstecken; kom. Ar. τὴν εὐρυπρωκτίαν σοι Ach. 843; so auch ἃ ἑκάστῳ ἡ [[πρᾶξις]] [[αὐτοῦ]] ἐξωμόρξατο εἰς τὴν ψυχήν, in die Seele abgedrückt, darin ausgeprägt hat, Plat. Gorg. 525 a, vgl. Legg. VI, 775 d.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0886.png Seite 886]] (s. [[ὀμόργνυμι]]), auswischen, abwischen, reinigen; ἐκ δ' ὄμορξον ἀθλίου στόματος ἀφρώδη πέλανον Eur. Or. 219; im med., [[αἷμα]] πέπλοις, sich das Blut am Gewande abwischen, Herc. Fur. 1399; übertr., μωρίαν τὴν σὴν [[ἐμοί]] Bacch. 344, d. i. mich mit deiner Thorheit beflecken, anstecken; kom. Ar. τὴν εὐρυπρωκτίαν σοι Ach. 843; so auch ἃ ἑκάστῳ ἡ [[πρᾶξις]] [[αὐτοῦ]] ἐξωμόρξατο εἰς τὴν ψυχήν, in die Seele abgedrückt, darin ausgeprägt hat, Plat. Gorg. 525 a, vgl. Legg. VI, 775 d.
}}
{{bailly
|btext=marquer une empreinte;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἐξομόργνυμαι;<br /><b>1</b> pressurer qch de soi;<br /><b>2</b> marquer son empreinte.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ὀμόργνυμι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξομόργνῡμι''': μέλλ. ἐξομόρξω: ― [[σπογγίζω]] ἀπό τινος, ἔκ τ’ ὄμορξον στόματος... πέλανον Εὐρ. Ὀρ. 219. ― Μέσ., [[ἀποπλύνω]] ἀπ’ [[ἐμαυτοῦ]], [[ἀποβάλλω]] [[μίασμα]], νασμοῖσι, δι’ ὕδατος, Εὐρ. Ἱππ. 653· ἀλλ’ [[αἷμα]] μὴ σοῖς ἐξομόρξομαι πέπλοις, ἀλλὰ [[μήπως]] σπογγίσω τὸ [[αἷμα]] μὲ τὰ ἐνδύματά σου, δηλ. [[μήπως]] [[μολύνω]] αὐτὰ διὰ τοῦ αἵματος, ὁ αὐτὸς Ἡρ. Μαιν. 1399, πρβλ. Ἠλ. 502. ΙΙ. μεταφ., μηδ’ ἐξομόρξει μωρίαν τὴν σὴν ἐμοί, [[μηδὲ]] σπογγίζων τὴν μωρίαν σου [[ἐπάνω]] μου μὲ πασαλείψῃς μὲ αὐτὴν, ὁ αὐτ. Βάκχ. 344, παρῳδεῖται ὑπὸ Ἀριστοφ. ἐν Ἀχαρν. 843, οὐδ’ ἐξομόρξεται Πρέπις τὴν εὐρυπρωκτίαν σοι. 2) = ἀπομάττομαι, ἀποτυπῶ τι εἴς τι, ἃ ἑκάστῳ ἡ [[πρᾶξις]] [[αὐτοῦ]] ἐξωμόρξατο εἰς τὴν ψυχὴν Πλάτ. Γοργ. 525Α, πρβλ. Νόμους 775D, καὶ ἴδε Ruhnk. ἐν Τιμαίῳ.
|lstext='''ἐξομόργνῡμι''': μέλλ. ἐξομόρξω: ― [[σπογγίζω]] ἀπό τινος, ἔκ τ’ ὄμορξον στόματος... πέλανον Εὐρ. Ὀρ. 219. ― Μέσ., [[ἀποπλύνω]] ἀπ’ [[ἐμαυτοῦ]], [[ἀποβάλλω]] [[μίασμα]], νασμοῖσι, δι’ ὕδατος, Εὐρ. Ἱππ. 653· ἀλλ’ [[αἷμα]] μὴ σοῖς ἐξομόρξομαι πέπλοις, ἀλλὰ [[μήπως]] σπογγίσω τὸ [[αἷμα]] μὲ τὰ ἐνδύματά σου, δηλ. [[μήπως]] [[μολύνω]] αὐτὰ διὰ τοῦ αἵματος, ὁ αὐτὸς Ἡρ. Μαιν. 1399, πρβλ. Ἠλ. 502. ΙΙ. μεταφ., μηδ’ ἐξομόρξει μωρίαν τὴν σὴν ἐμοί, [[μηδὲ]] σπογγίζων τὴν μωρίαν σου [[ἐπάνω]] μου μὲ πασαλείψῃς μὲ αὐτὴν, ὁ αὐτ. Βάκχ. 344, παρῳδεῖται ὑπὸ Ἀριστοφ. ἐν Ἀχαρν. 843, οὐδ’ ἐξομόρξεται Πρέπις τὴν εὐρυπρωκτίαν σοι. 2) = ἀπομάττομαι, ἀποτυπῶ τι εἴς τι, ἃ ἑκάστῳ ἡ [[πρᾶξις]] [[αὐτοῦ]] ἐξωμόρξατο εἰς τὴν ψυχὴν Πλάτ. Γοργ. 525Α, πρβλ. Νόμους 775D, καὶ ἴδε Ruhnk. ἐν Τιμαίῳ.
}}
{{bailly
|btext=marquer une empreinte;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἐξομόργνυμαι;<br /><b>1</b> pressurer qch de soi;<br /><b>2</b> marquer son empreinte.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ὀμόργνυμι]].
}}
}}
{{grml
{{grml