μετασκευάζω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
mNo edit summary
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0153.png Seite 153]] anders einrichten; μετασκεύαζε σαυτήν, kleide dich um, Ar. Eccl. 499; νόμον, umändern, Din. 1, 42; Xen. Cyr. 6, 2, 8, wegbringen, wegschaffen, nach einem andern Orte hin; auch im med., μετασκευασάμενοι εἰς τὴν καταγωγὴν ἐκ τοῦ πλοίου, Luc. Tox. 57, öfter; μετασκευασάμενος τὸν οἶκον ὅλον, mit seinem ganzen Hause fortziehend, D. Hal. 4, 6; τὰ [[αὑτοῦ]] [[παρά]] τινα, Xen. Ephes. 5, 13; sich umkleiden, οἰκετικαῖς ἐσθήσεσι, Polyaen. 6, 49.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0153.png Seite 153]] anders einrichten; μετασκεύαζε σαυτήν, kleide dich um, Ar. Eccl. 499; νόμον, umändern, Din. 1, 42; Xen. Cyr. 6, 2, 8, wegbringen, wegschaffen, nach einem andern Orte hin; auch im med., μετασκευασάμενοι εἰς τὴν καταγωγὴν ἐκ τοῦ πλοίου, Luc. Tox. 57, öfter; μετασκευασάμενος τὸν οἶκον ὅλον, mit seinem ganzen Hause fortziehend, D. Hal. 4, 6; τὰ [[αὑτοῦ]] [[παρά]] τινα, Xen. Ephes. 5, 13; sich umkleiden, οἰκετικαῖς ἐσθήσεσι, Polyaen. 6, 49.
}}
{{bailly
|btext=transformer;<br /><i><b>Moy.</b></i> μετασκευάζομαι se transporter.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[σκευάζω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μετασκευάζω''': μέλλ. -άσω, θέτω ὑπὸ [[ἄλλο]] [[ἔνδυμα]] ([[σκευή]]), [[μεταβάλλω]] τὸ ἔνδυμά τινος, [[ἐνδύω]] ἀλλέως, μεταμορφώνω, ἑαυτὸν Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 499· τροποποιῶ, τὸν αὐτὸν τρόπον τοῦτον μετασκευάσαι [τὰ ἅρματα] Ξεν. Κύρ. 6. 2, 8· μετ. νόμον, τροποποιῆσαι νόμον, παρεισαγαγεῖν τι εἰς αὐτόν, Δείναρχ. 95. 31. ΙΙ. Μέσ., «συμμαζεύω» τὰ πράγματά μου καὶ [[μεταβαίνω]] ἀλλαχόσε, μετασκευασάμενος τὸν ὅλον οἶκον Διον. Ἁλ. 4. 6· τά αὑτοῦ [[παρά]] τινα Ξεν. Ἐφέσ. 5, 13· ἀπολ., [[μεταβαίνω]], [[ἀπέρχομαι]], ἐκ... εἰς..., Λουκ. Τόξ. ἢ φιλ. 57. 2) ἐνδύομαι [[διαφόρως]], [[μεταβάλλω]] τὰ ἐνδύματά μου, οἰκετικαῖς ἐσθήσεσιν μετασκευασάμενοι, μεταμφιεσθέντες μὲ ἐνδύματα οἰκετῶν, Πολύαιν. 6. 49· οὓτως ἐν τῷ παθ. πρκμ., [[πόθεν]] μετεσκεύασθε; Φιλόστρ. 660.
|lstext='''μετασκευάζω''': μέλλ. -άσω, θέτω ὑπὸ [[ἄλλο]] [[ἔνδυμα]] ([[σκευή]]), [[μεταβάλλω]] τὸ ἔνδυμά τινος, [[ἐνδύω]] ἀλλέως, μεταμορφώνω, ἑαυτὸν Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 499· τροποποιῶ, τὸν αὐτὸν τρόπον τοῦτον μετασκευάσαι [τὰ ἅρματα] Ξεν. Κύρ. 6. 2, 8· μετ. νόμον, τροποποιῆσαι νόμον, παρεισαγαγεῖν τι εἰς αὐτόν, Δείναρχ. 95. 31. ΙΙ. Μέσ., «συμμαζεύω» τὰ πράγματά μου καὶ [[μεταβαίνω]] ἀλλαχόσε, μετασκευασάμενος τὸν ὅλον οἶκον Διον. Ἁλ. 4. 6· τά αὑτοῦ [[παρά]] τινα Ξεν. Ἐφέσ. 5, 13· ἀπολ., [[μεταβαίνω]], [[ἀπέρχομαι]], ἐκ... εἰς..., Λουκ. Τόξ. ἢ φιλ. 57. 2) ἐνδύομαι [[διαφόρως]], [[μεταβάλλω]] τὰ ἐνδύματά μου, οἰκετικαῖς ἐσθήσεσιν μετασκευασάμενοι, μεταμφιεσθέντες μὲ ἐνδύματα οἰκετῶν, Πολύαιν. 6. 49· οὓτως ἐν τῷ παθ. πρκμ., [[πόθεν]] μετεσκεύασθε; Φιλόστρ. 660.
}}
{{bailly
|btext=transformer;<br /><i><b>Moy.</b></i> μετασκευάζομαι se transporter.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[σκευάζω]].
}}
}}
{{grml
{{grml