κύμβαχος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "d’" to "d'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1530.png Seite 1530]] (vgl. [[κύμβη]] u. [[κυβή]]), [[kopfüber]], pronus; ἔκπεσε δίφρου [[κύμβαχος]] ἐν κονίῃσι Il. 5, 586, was ἐπὶ κεφαλήν erklärt wird; ἐκβράσασα κύμβαχον [[δέμας]] Lycophr. 66 u. a. Sp. – Subst. ὁ [[κύμβαχος]], der obere, rund gewölbte Theil des Helms, in welchem der Helmbusch steckt, [[κόρυθος]] κύμβαχον ἀκρότατον νύξε Il. 15, 535, Helmspitze.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1530.png Seite 1530]] (vgl. [[κύμβη]] u. [[κυβή]]), [[kopfüber]], pronus; ἔκπεσε δίφρου [[κύμβαχος]] ἐν κονίῃσι Il. 5, 586, was ἐπὶ κεφαλήν erklärt wird; ἐκβράσασα κύμβαχον [[δέμας]] Lycophr. 66 u. a. Sp. – Subst. ὁ [[κύμβαχος]], der obere, rund gewölbte Theil des Helms, in welchem der Helmbusch steckt, [[κόρυθος]] κύμβαχον ἀκρότατον νύξε Il. 15, 535, Helmspitze.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui tombe <i>ou</i> se précipite la tête la première;<br /><b>2</b> ὁ [[κύμβαχος]] cimier d'un casque.<br />'''Étymologie:''' R. Κυφ, v. [[κύπτω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κύμβᾰχος''': -ον, ([[κύμβη]] Β, [[κύπτω]]) ὡς ἐπίρρ., ἐπὶ κεφαλήν, «[[κατακέφαλα]]», Λατ. pronus, ἔκπεσε δίφρου [[κύμβαχος]] ἐν κονίῃσι Ἰλ. Ε. 586· κ. ἐπ’ ὤμους Ἡλιόδ. σ. 431 ἔκδ. Κοραῆ· πρβλ. Λυκόφρ. 66, Εὐστ. 584. 16· ― ἴδε ἐν λ. [[κυβιστάω]]. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. ἡ κορυφὴ περικεφαλαίας, [[ὅπου]] ἐτίθετο ὁ [[λόφος]], [[κόρυθος]]... ἱπποδασείης [[κύμβαχος]] ἀκρότατος Ἰλ. Λ. 536.
|lstext='''κύμβᾰχος''': -ον, ([[κύμβη]] Β, [[κύπτω]]) ὡς ἐπίρρ., ἐπὶ κεφαλήν, «[[κατακέφαλα]]», Λατ. pronus, ἔκπεσε δίφρου [[κύμβαχος]] ἐν κονίῃσι Ἰλ. Ε. 586· κ. ἐπ’ ὤμους Ἡλιόδ. σ. 431 ἔκδ. Κοραῆ· πρβλ. Λυκόφρ. 66, Εὐστ. 584. 16· ― ἴδε ἐν λ. [[κυβιστάω]]. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. ἡ κορυφὴ περικεφαλαίας, [[ὅπου]] ἐτίθετο ὁ [[λόφος]], [[κόρυθος]]... ἱπποδασείης [[κύμβαχος]] ἀκρότατος Ἰλ. Λ. 536.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui tombe <i>ou</i> se précipite la tête la première;<br /><b>2</b> ὁ [[κύμβαχος]] cimier d'un casque.<br />'''Étymologie:''' R. Κυφ, v. [[κύπτω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth