3,277,121
edits
m (Text replacement - "d’" to "d'") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0136.png Seite 136]] οπος, ὁ, gew. im plur. οἱ μέροπες, – 1) [[die Menschen]], die artikulirt sprechen, die einzelnen Laute u. Sylben trennen u. deutlich hören lassen, zum Unterschiede von den Thieren, die nur unartikulirte Töne hervorbringen; ἄνθρωποι, Hom., Hes.; βροτοί, Il. 2, 285; μερόπεσσι λαοῖς, Aesch. Suppl. 84; [[οὔτις]] μερόπων, ohne Zusatz, keiner der Menschen, Ch. 1013; einzeln bei sp. D., die auch wie Man. 4, 577 den sing. haben. – 2) ein Vogel, der [[Bienenfresser]], sonst [[ἀέροψ]], Arist. H. A. 9, 13. – S. auch nom. pr. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0136.png Seite 136]] οπος, ὁ, gew. im plur. οἱ μέροπες, – 1) [[die Menschen]], die artikulirt sprechen, die einzelnen Laute u. Sylben trennen u. deutlich hören lassen, zum Unterschiede von den Thieren, die nur unartikulirte Töne hervorbringen; ἄνθρωποι, Hom., Hes.; βροτοί, Il. 2, 285; μερόπεσσι λαοῖς, Aesch. Suppl. 84; [[οὔτις]] μερόπων, ohne Zusatz, keiner der Menschen, Ch. 1013; einzeln bei sp. D., die auch wie Man. 4, 577 den sing. haben. – 2) ein Vogel, der [[Bienenfresser]], sonst [[ἀέροψ]], Arist. H. A. 9, 13. – S. auch nom. pr. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οπος (ὁ) :<br /><b>1</b> mortel ; [[οἱ]] μέροπες les mortels, les hommes;<br /><b>2</b> guêpier, <i>oiseau qui mange les abeilles</i>;<br /><b>3</b> [[οἱ]] Μέροπες nom des habitants de Cos.<br />'''Étymologie:''' R. Μαρ, mourir ; cf. [[βροτός]], p. *μβροτός, *μροτός, <i>lat.</i> mori ; sel. d'autres de la R. Σμερ, <i>skr.</i> smar, penser, cf. [[μέριμνα]], [[μερμηρίζω]], et de la R. Οπ, voir, « au regard intelligent » p. opp. aux animaux. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μέροψ''': -οπος, ὁ, ([[μείρομαι]], [[μερίζω]], ὄψ) (ποιητ. λέξ. ἐν χρήσει μόνον κατὰ πληθ. ὡς ἐπίθ. τῶν ἀνθρώπων, ὁ διαιρῶν τὴν φωνήν, δηλ. ἐνάρθρως ὁμιλῶν, πεπροικισμένος μὲ ἔναρθρον φωνὴν (πρβλ. [[αὐδήεις]]), μέροπες ἄνθρωποι Ὅμ., Ἡσ.· μέροπες βροτοὶ Ἰλ. Β. 285· μερόπεσσι λαοῖς Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 89· - [[ἐντεῦθεν]] τὸ μέροπες κατέστη οὐσιαστικόν, = ἄνθρωποι, ὁ αὐτ. ἐν Χο. 1018, Εὐρ. Ι. Τ. 1263, Ἀπολλ, Ρόδ. Δ. 53, 6· ἀλλὰ τὴν χρῆσιν ταύτην σκώπτει ὁ Στράτων ἐν «Φοινικίδῃ» 1. 6 κἑξ. ΙΙ. καθ’ ἑνικόν, [[εἶδος]] πτηνοῦ, [[μελισσοφάγος]], Merops apiaster, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 13, 2, Πλούτ. 2. 976Ε· οὗ τὸ Βοιωτ. [[ὄνομα]] ἦν [[εἶροψ]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 1, 6. | |lstext='''μέροψ''': -οπος, ὁ, ([[μείρομαι]], [[μερίζω]], ὄψ) (ποιητ. λέξ. ἐν χρήσει μόνον κατὰ πληθ. ὡς ἐπίθ. τῶν ἀνθρώπων, ὁ διαιρῶν τὴν φωνήν, δηλ. ἐνάρθρως ὁμιλῶν, πεπροικισμένος μὲ ἔναρθρον φωνὴν (πρβλ. [[αὐδήεις]]), μέροπες ἄνθρωποι Ὅμ., Ἡσ.· μέροπες βροτοὶ Ἰλ. Β. 285· μερόπεσσι λαοῖς Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 89· - [[ἐντεῦθεν]] τὸ μέροπες κατέστη οὐσιαστικόν, = ἄνθρωποι, ὁ αὐτ. ἐν Χο. 1018, Εὐρ. Ι. Τ. 1263, Ἀπολλ, Ρόδ. Δ. 53, 6· ἀλλὰ τὴν χρῆσιν ταύτην σκώπτει ὁ Στράτων ἐν «Φοινικίδῃ» 1. 6 κἑξ. ΙΙ. καθ’ ἑνικόν, [[εἶδος]] πτηνοῦ, [[μελισσοφάγος]], Merops apiaster, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 13, 2, Πλούτ. 2. 976Ε· οὗ τὸ Βοιωτ. [[ὄνομα]] ἦν [[εἶροψ]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 1, 6. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |