Anonymous

μέροψ: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  3 October 2022
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=οπος (ὁ) :<br /><b>1</b> mortel ; [[οἱ]] μέροπες les mortels, les hommes;<br /><b>2</b> guêpier, <i>oiseau qui mange les abeilles</i>;<br /><b>3</b> [[οἱ]] Μέροπες nom des habitants de Cos.<br />'''Étymologie:''' R. Μαρ, mourir ; cf. [[βροτός]], p. *μβροτός, *μροτός, <i>lat.</i> mori ; sel. d'autres de la R. Σμερ, <i>skr.</i> smar, penser, cf. [[μέριμνα]], [[μερμηρίζω]], et de la R. Οπ, voir, « au regard intelligent » p. opp. aux animaux.
|btext=οπος (ὁ) :<br /><b>1</b> mortel ; [[οἱ]] μέροπες les mortels, les hommes;<br /><b>2</b> guêpier, <i>oiseau qui mange les abeilles</i>;<br /><b>3</b> [[οἱ]] Μέροπες nom des habitants de Cos.<br />'''Étymologie:''' R. Μαρ, mourir ; cf. [[βροτός]], p. *μβροτός, *μροτός, <i>lat.</i> mori ; sel. d'autres de la R. Σμερ, <i>skr.</i> smar, penser, cf. [[μέριμνα]], [[μερμηρίζω]], et de la R. Οπ, voir, « au regard intelligent » p. opp. aux animaux.
}}
{{elru
|elrutext='''μέροψ:''' οπος ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[смертный]], [[человек]] ([[οὔτις]] μερόπων Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> зоол. ястреб-пчелоед ([[Merops]] [[apiaster]] или Pernis apivorus) Arst., Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μέροψ:''' -οπος, ὁ ([[μείρομαι]], ὄψ), μόνο στον πληθ. ως επιθ. [[προσδιορισμός]] για ανθρώπους, αυτός που μιλάει έναρθρα, [[προικισμένος]] με το [[χάρισμα]] του λόγου, σε Όμηρ., Ησίοδ.· απ' όπου, <i>μέροπες</i> ως ουσ., = <i>ἄνθρωποι</i>, σε Αισχύλ., Ευρ.
|lsmtext='''μέροψ:''' -οπος, ὁ ([[μείρομαι]], ὄψ), μόνο στον πληθ. ως επιθ. [[προσδιορισμός]] για ανθρώπους, αυτός που μιλάει έναρθρα, [[προικισμένος]] με το [[χάρισμα]] του λόγου, σε Όμηρ., Ησίοδ.· απ' όπου, <i>μέροπες</i> ως ουσ., = <i>ἄνθρωποι</i>, σε Αισχύλ., Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''μέροψ:''' οπος ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[смертный]], [[человек]] ([[οὔτις]] μερόπων Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> зоол. ястреб-пчелоед ([[Merops]] [[apiaster]] или Pernis apivorus) Arst., Plut.
}}
}}
{{elru
{{elru