3,274,873
edits
m (Text replacement - "d’" to "d'") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0075.png Seite 75]] ἡ, schmähliche, schimpfliche Behandlung mit Worten od. Werken, Beschimpfung, Mißhandlung, Schmach, καὶ [[αἶσχος]], Od. 18, 225. 19, 373; λώβην λωβᾶσθαί τινα, Einem Schmach anthun, Il. 13, 623; λώβην τῖσαι, eine Beleidigung büßen, 11, 142; auch ἀποδοῦναι, 9, 387; λώβην τίσασθαι, sich eine angethane Schmach büßen lassen, sie rächen, 19, 208 Od. 20, 169, wie Soph. Ai. 181; τὸν ἄνδρα λώβαις ἐκβαλεῖν ἀναξίως 1371, öfter, in der dor. Form λώβᾳ, die auch Eur. allein hat, ὡς ἐπὶ λώβᾳ, Herc. Fur. 881; u. in Prosa, πολλὰς λώβας λωβηθείς, Plat. Gorg. 473 c; λ. καὶ [[διαφθορά]] Men. 91 c; καὶ βλάβαι Legg. VI, 751 c; also = Schaden, auch = Verderben, Zerstörung, bes. bei Sp. – Bei den Byzant. = [[λέπρα]], Aussatz. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0075.png Seite 75]] ἡ, schmähliche, schimpfliche Behandlung mit Worten od. Werken, Beschimpfung, Mißhandlung, Schmach, καὶ [[αἶσχος]], Od. 18, 225. 19, 373; λώβην λωβᾶσθαί τινα, Einem Schmach anthun, Il. 13, 623; λώβην τῖσαι, eine Beleidigung büßen, 11, 142; auch ἀποδοῦναι, 9, 387; λώβην τίσασθαι, sich eine angethane Schmach büßen lassen, sie rächen, 19, 208 Od. 20, 169, wie Soph. Ai. 181; τὸν ἄνδρα λώβαις ἐκβαλεῖν ἀναξίως 1371, öfter, in der dor. Form λώβᾳ, die auch Eur. allein hat, ὡς ἐπὶ λώβᾳ, Herc. Fur. 881; u. in Prosa, πολλὰς λώβας λωβηθείς, Plat. Gorg. 473 c; λ. καὶ [[διαφθορά]] Men. 91 c; καὶ βλάβαι Legg. VI, 751 c; also = Schaden, auch = Verderben, Zerstörung, bes. bei Sp. – Bei den Byzant. = [[λέπρα]], Aussatz. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> traitement déshonorant, outrage;<br /><b>2</b> <i>en parl. de pers.</i> qui est un sujet de honte, opprobre;<br /><b>3</b> mauvais traitement, violence, mutilation ; ruine, destruction ; démence, aveuglement.<br />'''Étymologie:''' cf. <i>lat.</i> labes. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λώβη''': ἡ, ὡς τὸ [[λύμη]], κακὴ [[μεταχείρισις]], [[χλεύη]], [[ἀτίμωσις]], [[ὕβρις]], κακοποίησις, [[αἶσχος]] [[λώβη]] τε Ὀδ. Σ. 225· λώβην λωβᾶσθαι (ἴδε ἐν λ. λωβάομαι)· τίσετε λώβην, θὰ τιμωρηθῆτε διὰ τὴν λώβην, Ἰλ. Λ. 142· οὕτω, λ. ἀποδοῦναι Ι. 387· [[ἀλλά]], ἐπὴν τισαίμεθα λώβην, «[[ἐπειδὰν]] τὴν [[ὑπὲρ]] τῶν ἀποθανόντων ὕβριν καὶ βλάβην ἐκδικήσωμεν» (Σχόλ.), Τ. 208, Ὀδ. Υ. 169, Σοφ. Αἴ. 181· ἐπὶ λώβᾳ, ἐπὶ βλάβῃ ἢ ὀλέθρῳ, Σοφ. Ἀντ. 792, πρβλ. Εὐρ. Ἑκ. 647· ὡς ἐπὶ λώβᾳ ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 881· λ. καὶ διαφθορὰ Πλάτ. Μένων 91C, κτλ.· - ἰδίως [[ἀκρωτηριασμός]], ἀποκοπὴ μέλους, Ἡρόδ. 3. 154· - [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ πληθ. Σοφ. Αἴ. 1392· λώβας λωβηθεὶς Πλάτ. Γοργ. 473C. 2) ἐπὶ προσώπ., [[ὕβρις]], [[ἀτιμία]], [[ὄνειδος]], Λατ. opprobrium, λώβην τ’ ἔμεναι καὶ ὑπόψιον ἄλλων Ἰλ. Γ. 42, πρβλ. Εὐρ. Ἠλ. 165· ποιητῶν λῶβαι, ἐπὶ τῶν Γραμματικῶν, Ἀνθ. Π. 11. 322. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[λώβη]]· [[βλάβη]], [[ὄνειδος]], [[ἀπώλεια]], [[χλεύη]], [[ψεῦδος]], [[ὕβρις]]». II. παρὰ Βυζαντίνοις = [[λέπρα]]. Wernsd. εἰς Φιλῆν σελ. 54, 56. (Πρβλ. Λατ. labes· - [[ἴσως]] συγγενὲς τῷ [[λύμη]], [[ὅπερ]] συγγενὲς τῷ [[λῦμα]], ἐκ √ΛΟF, [[λούω]]). | |lstext='''λώβη''': ἡ, ὡς τὸ [[λύμη]], κακὴ [[μεταχείρισις]], [[χλεύη]], [[ἀτίμωσις]], [[ὕβρις]], κακοποίησις, [[αἶσχος]] [[λώβη]] τε Ὀδ. Σ. 225· λώβην λωβᾶσθαι (ἴδε ἐν λ. λωβάομαι)· τίσετε λώβην, θὰ τιμωρηθῆτε διὰ τὴν λώβην, Ἰλ. Λ. 142· οὕτω, λ. ἀποδοῦναι Ι. 387· [[ἀλλά]], ἐπὴν τισαίμεθα λώβην, «[[ἐπειδὰν]] τὴν [[ὑπὲρ]] τῶν ἀποθανόντων ὕβριν καὶ βλάβην ἐκδικήσωμεν» (Σχόλ.), Τ. 208, Ὀδ. Υ. 169, Σοφ. Αἴ. 181· ἐπὶ λώβᾳ, ἐπὶ βλάβῃ ἢ ὀλέθρῳ, Σοφ. Ἀντ. 792, πρβλ. Εὐρ. Ἑκ. 647· ὡς ἐπὶ λώβᾳ ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 881· λ. καὶ διαφθορὰ Πλάτ. Μένων 91C, κτλ.· - ἰδίως [[ἀκρωτηριασμός]], ἀποκοπὴ μέλους, Ἡρόδ. 3. 154· - [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ πληθ. Σοφ. Αἴ. 1392· λώβας λωβηθεὶς Πλάτ. Γοργ. 473C. 2) ἐπὶ προσώπ., [[ὕβρις]], [[ἀτιμία]], [[ὄνειδος]], Λατ. opprobrium, λώβην τ’ ἔμεναι καὶ ὑπόψιον ἄλλων Ἰλ. Γ. 42, πρβλ. Εὐρ. Ἠλ. 165· ποιητῶν λῶβαι, ἐπὶ τῶν Γραμματικῶν, Ἀνθ. Π. 11. 322. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[λώβη]]· [[βλάβη]], [[ὄνειδος]], [[ἀπώλεια]], [[χλεύη]], [[ψεῦδος]], [[ὕβρις]]». II. παρὰ Βυζαντίνοις = [[λέπρα]]. Wernsd. εἰς Φιλῆν σελ. 54, 56. (Πρβλ. Λατ. labes· - [[ἴσως]] συγγενὲς τῷ [[λύμη]], [[ὅπερ]] συγγενὲς τῷ [[λῦμα]], ἐκ √ΛΟF, [[λούω]]). | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |