λώβη

From LSJ

τοῖς οἰκείοις συκοφαντίαν δέδωκεν → has given to his friends an opportunity for chicane, has offered to his friends the right of vindictive prosecution

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λώβη Medium diacritics: λώβη Low diacritics: λώβη Capitals: ΛΩΒΗ
Transliteration A: lṓbē Transliteration B: lōbē Transliteration C: lovi Beta Code: lw/bh

English (LSJ)

ἡ,
A outrage, dishonour, αἶσχος λώβη τε 18.225; λώβην λωβᾶσθαι (v. λωβάομαι); τείσετε λ. ye shall pay for the outrage, Il.11.142; ἀπὸ πᾶσαν ἐμοὶ δόμεναι… λ. 9.387; but λ. τείσασθαι exact retribution for an outrage, i.e. avenge it, 19.208, Od.20.169, S.Aj.181 (lyr.); ἐπὶ λώβᾳ = for ruin or destruction, Id.Ant.792 (lyr.), cf. E.Hec.647 (lyr.); ὡς ἐπὶ λώβᾳ Id.HF882 (lyr.); λώβη καὶ διαφθορά Pl.Men.91c, etc.; esp. mutilation, maiming, Hdt.3.154: pl., S.Aj.1392; λώβας λωβηθείς Pl.Grg.473c.
2 of persons, a disgrace, λώβην τ' ἔμεναι καὶ ὑπόψιον Il.3.42, cf. E.El.165 (lyr.), Herod.7.95; ποιητῶν λῶβαι, of the Grammarians, AP11.322 (Antiphan.); οὐ γὰρ Ἀρκάδεσσι λώβα no insult to the Arcadians, Alc. 38.
II a form of leprosy, Gal.14.757.

German (Pape)

[Seite 75] ἡ, schmähliche, schimpfliche Behandlung mit Worten od. Werken, Beschimpfung, Mißhandlung, Schmach, καὶ αἶσχος, Od. 18, 225. 19, 373; λώβην λωβᾶσθαί τινα, Einem Schmach anthun, Il. 13, 623; λώβην τῖσαι, eine Beleidigung büßen, 11, 142; auch ἀποδοῦναι, 9, 387; λώβην τίσασθαι, sich eine angethane Schmach büßen lassen, sie rächen, 19, 208 Od. 20, 169, wie Soph. Ai. 181; τὸν ἄνδρα λώβαις ἐκβαλεῖν ἀναξίως 1371, öfter, in der dor. Form λώβᾳ, die auch Eur. allein hat, ὡς ἐπὶ λώβᾳ, Herc. Fur. 881; u. in Prosa, πολλὰς λώβας λωβηθείς, Plat. Gorg. 473 c; λ. καὶ διαφθορά Men. 91 c; καὶ βλάβαι Legg. VI, 751 c; also = Schaden, auch = Verderben, Zerstörung, bes. bei Sp. – Bei den Byzant. = λέπρα, Aussatz.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
1 traitement déshonorant, outrage;
2 en parl. de pers. qui est un sujet de honte, opprobre;
3 mauvais traitement, violence, mutilation ; ruine, destruction ; démence, aveuglement.
Étymologie: cf. lat. labes.

Russian (Dvoretsky)

λώβη: дор. λώβα
1 оскорбление, бесчестие (λώβην λωβᾶσθαί τινα Hom.): λώβην ἀποδοῦναι и τῖσαι Hom. поплатиться за нанесение обиды;
2 позор: λώβην ἔμεναι ἄλλων Hom. быть покрытым позором в глазах других;
3 мучение, истязание (παντοδαπὰς λώβας λωβηθείς Plat.);
4 обезображение, увечье Her., Soph.;
5 гибель, крушение (λ. καὶ διαφθορά Plat.);
6 перен. ослепление, безумие: πατρῴᾳ λώβᾳ Eur. из-за отцовского ослепления;
7 перен. бич, язва, проклятие: ποιητῶν λῶβαι Anth. ирон. (о грамматиках) проклятие поэтов.

Greek (Liddell-Scott)

λώβη: ἡ, ὡς τὸ λύμη, κακὴ μεταχείρισις, χλεύη, ἀτίμωσις, ὕβρις, κακοποίησις, αἶσχος λώβη τε Ὀδ. Σ. 225· λώβην λωβᾶσθαι (ἴδε ἐν λ. λωβάομαι)· τίσετε λώβην, θὰ τιμωρηθῆτε διὰ τὴν λώβην, Ἰλ. Λ. 142· οὕτω, λ. ἀποδοῦναι Ι. 387· ἀλλά, ἐπὴν τισαίμεθα λώβην, «ἐπειδὰν τὴν ὑπὲρ τῶν ἀποθανόντων ὕβριν καὶ βλάβην ἐκδικήσωμεν» (Σχόλ.), Τ. 208, Ὀδ. Υ. 169, Σοφ. Αἴ. 181· ἐπὶ λώβᾳ, ἐπὶ βλάβῃ ἢ ὀλέθρῳ, Σοφ. Ἀντ. 792, πρβλ. Εὐρ. Ἑκ. 647· ὡς ἐπὶ λώβᾳ ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 881· λ. καὶ διαφθορὰ Πλάτ. Μένων 91C, κτλ.· - ἰδίως ἀκρωτηριασμός, ἀποκοπὴ μέλους, Ἡρόδ. 3. 154· - ὡσαύτως ἐν τῷ πληθ. Σοφ. Αἴ. 1392· λώβας λωβηθεὶς Πλάτ. Γοργ. 473C. 2) ἐπὶ προσώπ., ὕβρις, ἀτιμία, ὄνειδος, Λατ. opprobrium, λώβην τ’ ἔμεναι καὶ ὑπόψιον ἄλλων Ἰλ. Γ. 42, πρβλ. Εὐρ. Ἠλ. 165· ποιητῶν λῶβαι, ἐπὶ τῶν Γραμματικῶν, Ἀνθ. Π. 11. 322. - Καθ’ Ἡσύχ.: «λώβη· βλάβη, ὄνειδος, ἀπώλεια, χλεύη, ψεῦδος, ὕβρις». II. παρὰ Βυζαντίνοις = λέπρα. Wernsd. εἰς Φιλῆν σελ. 54, 56. (Πρβλ. Λατ. labes· - ἴσως συγγενὲς τῷ λύμη, ὅπερ συγγενὲς τῷ λῦμα, ἐκ √ΛΟF, λούω).

English (Autenrieth)

outrage, insult; σοὶ λώβη, ‘shame upon thee,’ if, etc., Il. 18.180; of a person, ‘object of ignominy,’ Il. 3.42.

Greek Monolingual

και λούβα και λώβη, η (AM λώβη, Μ και λώβα και λούβα)
η νόσος λέπρα
αρχ.
1. κακή μεταχείριση, κακοποίησηλώβη τε καὶ διαφθορά», Πλάτ.)
2. προσβολή, χλευασμός, ατίμωση, ύβρη («τίσετε λώβην» — θα τιμωρηθείτε για την προσβολή, Ομ. Ιλ.)
3. ακρωτηριασμός, αποκοπή μέλους («τὸν ἄνδρα λώβαις ἐκβαλεῖν ἀναξίως», Σοφ.)
4. (για πρόσ.) ευτελής, ανέντιμος, αχρείος άνθρωπος («λώβην τ' ἔμεναι καὶ ὑπόψιον ἄλλων», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά την επικρατέστερη άποψη, ο τ. λώβη (πρβλ. λώπη, κώπη, λώγη) ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα slōgw- της ΙΕ ρίζας slēgw- «πιέζω, κακομεταχειρίζομαι» και συνδέεται με βαλτικούς τ. που σημαίνουν «καταπιέζω, καταβάλλω, βασανίζω, τυραννώ» με χειλουπερωικό φθόγγο και αρκτικό σ- (πρβλ. λιθουαν. sloga «μάστιγα, θλίψη, κακό», slogus «καταθλιπτικός, επαχθής». Κατ' άλλη άποψη, λιγότερο πιθανή, ο τ. ανάγεται σε ΙΕ ρίζα lōb- και συνδέεται με ιρλδ. lobaim «σαπίζω», αρχ. ιρλδ. lobur «ασθενής, αδύναμος», καθώς και λατ. labor «κόπος, καταπόνηση», lābes «φθορά, κηλίδα, όλεθρος» και όλη την οικογένεια του lūbricus «ολισθηρός, επισφαλής» κ.ά.
ΠΑΡ. λωβός
αρχ.
λωβεύω, λωβήεις, λωβήμων, λωβηρός, λωβητήρ, λωβήτωρ
αρχ.-μσν.
λωβώ (I), λωβώμαι
μσν.
λωβάδα, λωβάστρα, λωβώδης
μσν.- νεοελλ.
λωβιάζω
(νεοελλ. λωβιά, λωβιάρης.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αρχ. επίλωβος και επιλωβής].

Greek Monotonic

λώβη: ἡ,
1. κακή μεταχείριση, ατίμωση, χλεύη, ύβρη, κακοποίηση, σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ.· κυρίως, ακρωτηριασμός, αποκοπή μέλους, σε Ηρόδ.
2. λέγεται για πρόσωπα, ατίμωση, εξευτελισμός, Λατ. opprobrium, λώβην εἶναι, σε Ομήρ. Ιλ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: outrage, dishonour, damage, mutilation (Il.), kind of leprosy (Gal.).
Compounds: ἐπί-λωβος bringing damage (Vett. Val.), -ής ds. (Nic.).
Derivatives: λωβητός laden with λώβη (Ω 531, Hes. Sc. 366, S.; Ammann Μνήμης χάριν 1, 21), λωβή-εις (A. R.), -μων (Nic. Al. 536; v.l. -τωρ) outrageous. Denomin. verb (or deverbative like πωτά-ομαι, νωμάω?) λωβάομαι (-άω), rarely with prefix, e.g. ἀπο-. ἐκ-, δια-, outrage, maltreat, mutilate (Il.); with λωβητήρ slanderer, destroyer (Il.; on the meaning Benveniste Noms d'agent 38 a. 42), f. -ήτειρα (AP); also -ήτωρ (Opp., AP), -ητής (Ar.); λώβησις = λώβη (Ptol., sch.). Rare λωβεύω mock (Od.; as ἀγορεύω, Chantraine Gramm. hom. 1, 368; also Shipp Studies 120: to avoid contracted forms).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Lengthened grade formation like κώπη, λώπη, λώγη (Schwyzer 459 f.); such lengthened grades are now mostly no longer accepted. Several hypotheses of diff. value. After Scheftelowitz IF 33, 152 a. 166 and Prellwitz KZ 47, 303 f. identical with a Baltic word for aggravation, objection, burden, nuisance, damage, Lith. slogà, Latv. slāga (IE *slōgʷā), verbal noun to Lith. slė́gti (op)press, aggravate, Latv. slêgt shut, close. Other proposals: to Lith. liuobà care, nurture of cattle and (independent) Lat. labor trouble, burden, work (Trautmann in Walde LEW2 s. labor); to Lat. lābēs stain, contumely (Curtius 369); to OIr. lobur weak, lobaim putresco (Pedersen Vergl. Gramm. 1, 116f.); rejected in WP. 2, 714 a. W.-Hofmann s. labor. - Fur. 302 n.35 compares λυβάζειν λοιδορεῖν H., which might point to a Pre-Greek word (*lub-?).

Middle Liddell

λώβη, ἡ,
1. despiteful treatment, outrage, dishonour, Hom., Hdt., Attic:—esp. mutilation, maiming, Hdt.
2. of persons, a disgrace, Lat. opprobrium, λώβην εἶναι Il.

Frisk Etymology German

λώβη: {lṓbē}
Grammar: f.
Meaning: Schimpf, Schmach, Schaden, Mißhandlung (seit Il.), Art Aussatz (Gal.);
Composita: ἐπίλωβος schadenbringend (Vett. Val.), -ής ib. (Nik.).
Derivative: Davon λωβητός [[mit λώβη beladen]] (Ω 531, Hes. Sc. 366, S.; Ammann Μνήμης χάριν 1, 21), λωβήεις (A. R. u. a.), -μων (Nik. Al. 536; v.l. -τωρ) schimpflich, verderblich. Denominatives Verb (oder deverbativ wie πωτάομαι, νωμάω?) λωβάομαι (-άω), vereinzelt mit Präfix, z.B. ἀπο-. ἐκ-, δια-, schimpfen, schädigen, mißhandeln (seit Il.); davon λωβητήρ Beschimpfer, Lästerer, Verderber (ep. poet. seit Il.; zur Bed. Benveniste Noms d'agent 38 u. 42), f. -ήτειρα (AP); auch -ήτωρ (Opp., AP), -ητής (Ar.); λώβησις = λώβη (Ptol., Sch.). Selten λωβεύω schimpfen, höhnen, verspotten (Od.; wie ἀγορεύω, Chantraine Gramm. hom. 1, 368; auch Shipp Studies 120: zur Vermeidung kontrahierter Formen). Dehnstufige Bildung wie κώπη, λώπη, λώγη (Schwyzer 459 f.); der Funktion nach dient λώβη auch als Rückbildung von λωβάομαι.
Etymology: Mehrere Hypothesen von wechselndem Wert. Nach Scheftelowitz IF 33, 152 u. 166 und Prellwitz KZ 47, 303 f. mit einem baltischen Wort für Beschwerung, Beschwerde, Last, Plage, Schaden identisch, lit. slogà, lett. slāga (idg. *slōgʷā), Verbalnomen zu lit. slė́gti ‘(be)drücken, pressen, beschweren’, lett. slêgt schließen, zumachen. Andere Vorschlage: zu lit. liuobà Pfiege, Fütterung des Viehs und (dem davon zu trennenden) lat. labor Mühe, Last, Arbeit (Trautmann bei Walde LEW2 s. labor); zu lat. lābēs Fleck, Schmach (Curtius 369 mit Pott und Benfey); zu air. lobur schwach, lobaim putresco (Pedersen Vergl. Gramm. 1, 116f.); ablehnende Kritik bei WP. 2, 714 u. W.-Hofmann s. labor.
Page 2,151

English (Woodhouse)

ill treatment, outrage, act of disfiguring, despiteful treatment

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Translations

dishonour

Bengali: অসম্মান, জিল্লত; Bulgarian: срам, позор; Esperanto: malhonoro; French: déshonneur; Old French: desonor; German: Schande; Gothic: 𐌿𐌽𐍃𐍅𐌴𐍂𐌹𐌸𐌰; Greek: ατίμωση, ντροπή, ντρόπιασμα, ατιμασμός; Ancient Greek: αἶσχος, αἰσχύνη, ἀσχημόνησις, ἀσχημοσύνη, ἀτιμασία, ἀτιμασμός, ἀτιμία, ἀτιμίη, ἀτίμωσις, κακία, λώβη, ὄνειδος, τὸ αἰσχρόν, τὸ ἀπρεπές; Ido: deshonoro; Italian: disonore; Latin: ignominia; Malayalam: മാനക്കേട്; Maori: kaipirau, hōnorekore; Norwegian: skam, vanære; Old English: ǣwisċ; Old Norse: vanheiðr; Old Occitan: deshonor; Persian: ننگ‎; Plautdietsch: Oniea, * Plautdietsch: Schaund; Polish: hańba, dyshonor; Portuguese: desonra; Russian: позор, бесчестие, срам; Sanskrit: विमान; Serbo-Croatian Cyrillic: бешчашће; Roman: beščašće; Swedish: vanheder; Ukrainian: безчестя, ганьба