ὅμαδος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?s)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0328.png Seite 328]] ὁ ([[ὁμός]]), [[Lärm]], Getöse, welches eine große Menschenmenge durch verworrenes Durcheinanderreden hervorbringt; τῶν δὲ τάχ' ἀμφὶ πύλας [[ὅμαδος]] καὶ [[δοῦπος]] ὀρώρει, Il. 9, 573, vgl. 23, 234 Od. 10, 556; συρίγγων τ' ἐνοπὴν ὅμαδόν τ' ἀνθρώπων, 10, 13; [[ὅμαδος]] [[ἀλίαστος]] ἐτύχθη, 12, 471; auch vom Sturmeshrausen, 13, 797. – Übertr. die [[Menschenmenge]] selbst, ὁ μὲν μετὰ λαὸν Ἀχαιῶν ἤϊ', ὁ δ' εἰς Τρώων ὅμαδον κίε, Il. 7, 307, die lärmende Kriegerschaar; ἐνὶ πρώτῳ ὁμάδῳ Τρώεσσι μάχεσθαι, 17, 380, vgl. 15, 689; – Kampfeslärm ist es Hes. Sc. 155. 147, wie Pind. sagt χάλκεον στονόεντ' ἀμφέπειν ὅμαδον, I. 7, 25; aber Χαρίτων ὁμάδῳ φλέγεν, N. 6, 39, vom Gesange; ὅμαδον ἔκλυον ἄλυρον, Eur. Hel. 185; die [[Menge]] übh., βίβλων ὅμαδον παρέχονται Μουσαίου, Plat. Rep. II, 364 e.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0328.png Seite 328]] ὁ ([[ὁμός]]), [[Lärm]], Getöse, welches eine große Menschenmenge durch verworrenes Durcheinanderreden hervorbringt; τῶν δὲ τάχ' ἀμφὶ πύλας [[ὅμαδος]] καὶ [[δοῦπος]] ὀρώρει, Il. 9, 573, vgl. 23, 234 Od. 10, 556; συρίγγων τ' ἐνοπὴν ὅμαδόν τ' ἀνθρώπων, 10, 13; [[ὅμαδος]] [[ἀλίαστος]] ἐτύχθη, 12, 471; auch vom Sturmeshrausen, 13, 797. – Übertr. die [[Menschenmenge]] selbst, ὁ μὲν μετὰ λαὸν Ἀχαιῶν ἤϊ', ὁ δ' εἰς Τρώων ὅμαδον κίε, Il. 7, 307, die lärmende Kriegerschaar; ἐνὶ πρώτῳ ὁμάδῳ Τρώεσσι μάχεσθαι, 17, 380, vgl. 15, 689; – Kampfeslärm ist es Hes. Sc. 155. 147, wie Pind. sagt χάλκεον στονόεντ' ἀμφέπειν ὅμαδον, I. 7, 25; aber Χαρίτων ὁμάδῳ φλέγεν, N. 6, 39, vom Gesange; ὅμαδον ἔκλυον ἄλυρον, Eur. Hel. 185; die [[Menge]] übh., βίβλων ὅμαδον παρέχονται Μουσαίου, Plat. Rep. II, 364 e.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> rassemblement, multitude;<br /><b>2</b> bruit d’une foule rassemblée ; tumulte ; <i>particul.</i> bruit d’un combat, tumulte d’une mêlée.<br />'''Étymologie:''' [[ὁμός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὅμᾰδος''': ὁ, ([[ὁμός]], [[ὁμάς]]) [[θόρυβος]], βοὴ γινομένη ὑπὸ πολλῶν [[ὁμοῦ]], [[μάλιστα]] ἐπὶ τῶν συγκεχυμένων φωνῶν πολλῶν ἀνθρώπων, ῥητῶς διαστελλομένη ἀπὸ τοῦ δούπου τοῦ ἤχου τῶν πατημάτων τῶν ἀνθρώπων, Ἰλ. Ι. 573., Ψ. 234, Ὀδ. Κ. 556 ([[οὐδαμοῦ]] ἀπαντᾷ ἀλλαχοῦ ἐν τῇ Ὀδ.)· [[ὡσαύτως]] κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν ἦχον αὐλῶν καὶ τὼν ὁμοίων, συρίγγων τ’ ἐνοπὴν ὅμαδόν τ’ ἀνθρώπων Ἰλ. Κ. 13, πρβλ. Πινδ. Ν. 6. 66· ὅμαδον ἔκλυον, ἄλυρον ἔλεγον Εὐρ. Ἑλ. 185· σπανίως ἐπὶ καταιγίδος, ὡς ἐν Ἰλ. Ν. 797. ΙΙ. ὡς τὸ [[ὅμιλος]], ταραχῶδες [[πλῆθος]] πολεμιστῶν, Η. 307., Ο. 689, κτλ.· μεταφορ., βίβλων ὅμ. Πλάτ. Πολ. 364Ε. ΙΙΙ. ἐν Ἡσ. Ἀσπ. Ἠρ. 155, 257, ἡ βοή, ὁ [[θόρυβος]] τῆς μάχης, [[χάλκεος]] ὅμ., ὁ [[θόρυβος]] τῆς διὰ χαλκίνων ὅπλων συμπλοκῆς, Πινδ. Ι. 8 (7), 55· - πρβλ. [[ὅμιλος]], [[ὄχλος]], καὶ τὸ Λατ. turba. - Ἐπικ. καὶ Λυρ. [[λέξις]]· [[οὐδαμοῦ]] παρὰ τοῖς Τραγ.· πλὴν παρ’ Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ. (Λυρ.), [[ἅπαξ]] παρὰ Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἴδε Λοβ. Ἀγλαόφ. 643. - Ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 166.
|lstext='''ὅμᾰδος''': ὁ, ([[ὁμός]], [[ὁμάς]]) [[θόρυβος]], βοὴ γινομένη ὑπὸ πολλῶν [[ὁμοῦ]], [[μάλιστα]] ἐπὶ τῶν συγκεχυμένων φωνῶν πολλῶν ἀνθρώπων, ῥητῶς διαστελλομένη ἀπὸ τοῦ δούπου τοῦ ἤχου τῶν πατημάτων τῶν ἀνθρώπων, Ἰλ. Ι. 573., Ψ. 234, Ὀδ. Κ. 556 ([[οὐδαμοῦ]] ἀπαντᾷ ἀλλαχοῦ ἐν τῇ Ὀδ.)· [[ὡσαύτως]] κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν ἦχον αὐλῶν καὶ τὼν ὁμοίων, συρίγγων τ’ ἐνοπὴν ὅμαδόν τ’ ἀνθρώπων Ἰλ. Κ. 13, πρβλ. Πινδ. Ν. 6. 66· ὅμαδον ἔκλυον, ἄλυρον ἔλεγον Εὐρ. Ἑλ. 185· σπανίως ἐπὶ καταιγίδος, ὡς ἐν Ἰλ. Ν. 797. ΙΙ. ὡς τὸ [[ὅμιλος]], ταραχῶδες [[πλῆθος]] πολεμιστῶν, Η. 307., Ο. 689, κτλ.· μεταφορ., βίβλων ὅμ. Πλάτ. Πολ. 364Ε. ΙΙΙ. ἐν Ἡσ. Ἀσπ. Ἠρ. 155, 257, ἡ βοή, ὁ [[θόρυβος]] τῆς μάχης, [[χάλκεος]] ὅμ., ὁ [[θόρυβος]] τῆς διὰ χαλκίνων ὅπλων συμπλοκῆς, Πινδ. Ι. 8 (7), 55· - πρβλ. [[ὅμιλος]], [[ὄχλος]], καὶ τὸ Λατ. turba. - Ἐπικ. καὶ Λυρ. [[λέξις]]· [[οὐδαμοῦ]] παρὰ τοῖς Τραγ.· πλὴν παρ’ Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ. (Λυρ.), [[ἅπαξ]] παρὰ Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἴδε Λοβ. Ἀγλαόφ. 643. - Ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 166.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> rassemblement, multitude;<br /><b>2</b> bruit d’une foule rassemblée ; tumulte ; <i>particul.</i> bruit d’un combat, tumulte d’une mêlée.<br />'''Étymologie:''' [[ὁμός]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth