ὅμαδος
English (LSJ)
ὁ,
A noise, din, especially of the confused voices of a number of men (coupled with δοῦπος, the tramp of men), Il.9.573, 23.234, Od.10.556 (nowh. else in Od.); also opp. the sound of flutes and pipes, συρίγγων τ' ἐνοπὴν ὅμαδόν τ' ἀνθρώπων Il.10.13, cf. Pi.N.6.38, Philyll.5 (lyr.); ὅμαδον ἄλυρον ἔλεγον E.Hel.185 (lyr.); rarely of a tempest, Il.13.797.
II noisy throng or mob of warriors, 7.307, 15.689, 17.380: metaph., βίβλων ὅμαδος Pl.R. 364e.
III din of battle, Hes.Sc.155, 257; χάλκεον στονόεντ'.. ὅμαδον the din of brazen war, Pi.I.8(7).27.—Ep. and Lyr., never in Trag., exc. in E. l. c. (lyr.), once in Pl.l.c.
German (Pape)
[Seite 328] ὁ (ὁμός), Lärm, Getöse, welches eine große Menschenmenge durch verworrenes Durcheinanderreden hervorbringt; τῶν δὲ τάχ' ἀμφὶ πύλας ὅμαδος καὶ δοῦπος ὀρώρει, Il. 9, 573, vgl. 23, 234 Od. 10, 556; συρίγγων τ' ἐνοπὴν ὅμαδόν τ' ἀνθρώπων, 10, 13; ὅμαδος ἀλίαστος ἐτύχθη, 12, 471; auch vom Sturmeshrausen, 13, 797. – Übertr. die Menschenmenge selbst, ὁ μὲν μετὰ λαὸν Ἀχαιῶν ἤϊ', ὁ δ' εἰς Τρώων ὅμαδον κίε, Il. 7, 307, die lärmende Kriegerschaar; ἐνὶ πρώτῳ ὁμάδῳ Τρώεσσι μάχεσθαι, 17, 380, vgl. 15, 689; – Kampfeslärm ist es Hes. Sc. 155. 147, wie Pind. sagt χάλκεον στονόεντ' ἀμφέπειν ὅμαδον, I. 7, 25; aber Χαρίτων ὁμάδῳ φλέγεν, N. 6, 39, vom Gesange; ὅμαδον ἔκλυον ἄλυρον, Eur. Hel. 185; die Menge übh., βίβλων ὅμαδον παρέχονται Μουσαίου, Plat. Rep. II, 364 e.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 rassemblement, multitude;
2 bruit d'une foule rassemblée ; tumulte ; particul. bruit d'un combat, tumulte d'une mêlée.
Étymologie: ὁμός.
Russian (Dvoretsky)
ὅμαδος: ὁ
1 шум, гам (ὅ. καὶ δοῦπος Hom.);
2 шумная толпа (Τρώων Hom.);
3 песнь, пение (Χαρίτων Pind.);
4 куча, множество (βίβλων Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
ὅμᾰδος: ὁ, (ὁμός, ὁμάς) θόρυβος, βοὴ γινομένη ὑπὸ πολλῶν ὁμοῦ, μάλιστα ἐπὶ τῶν συγκεχυμένων φωνῶν πολλῶν ἀνθρώπων, ῥητῶς διαστελλομένη ἀπὸ τοῦ δούπου τοῦ ἤχου τῶν πατημάτων τῶν ἀνθρώπων, Ἰλ. Ι. 573., Ψ. 234, Ὀδ. Κ. 556 (οὐδαμοῦ ἀπαντᾷ ἀλλαχοῦ ἐν τῇ Ὀδ.)· ὡσαύτως κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν ἦχον αὐλῶν καὶ τὼν ὁμοίων, συρίγγων τ’ ἐνοπὴν ὅμαδόν τ’ ἀνθρώπων Ἰλ. Κ. 13, πρβλ. Πινδ. Ν. 6. 66· ὅμαδον ἔκλυον, ἄλυρον ἔλεγον Εὐρ. Ἑλ. 185· σπανίως ἐπὶ καταιγίδος, ὡς ἐν Ἰλ. Ν. 797. ΙΙ. ὡς τὸ ὅμιλος, ταραχῶδες πλῆθος πολεμιστῶν, Η. 307., Ο. 689, κτλ.· μεταφορ., βίβλων ὅμ. Πλάτ. Πολ. 364Ε. ΙΙΙ. ἐν Ἡσ. Ἀσπ. Ἠρ. 155, 257, ἡ βοή, ὁ θόρυβος τῆς μάχης, χάλκεος ὅμ., ὁ θόρυβος τῆς διὰ χαλκίνων ὅπλων συμπλοκῆς, Πινδ. Ι. 8 (7), 55· - πρβλ. ὅμιλος, ὄχλος, καὶ τὸ Λατ. turba. - Ἐπικ. καὶ Λυρ. λέξις· οὐδαμοῦ παρὰ τοῖς Τραγ.· πλὴν παρ’ Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ. (Λυρ.), ἅπαξ παρὰ Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἴδε Λοβ. Ἀγλαόφ. 643. - Ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 166.
English (Autenrieth)
(ὁμός): din, properly of many voices together. (Il. and Od. 10.556.)
English (Slater)
ὅμᾰδος throng παρὰ Κασταλίαν τε Χαρίτων ἑσπέριος ὁμάδῳ φλέγεν (N. 6.38) ἀρίστευον παῖδες ἀνορέᾳ χάλκεον στονόεντ' ἀμφέπειν ὅμαδον (I. 8.25)
Greek Monotonic
ὅμᾰδος: ὁ (ὁμός),·
I. θόρυβος, σάλος που προέρχεται από μεγάλο αριθμό ατόμων που μιλούν ταυτοχρόνως, σε Όμηρ., Ευρ.· λέγεται για καταιγίδα, σε Ομήρ. Ιλ.
II. θορυβώδης πλήθος πολεμιστών, στο ίδ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: clamorous crowd, mêlée, turmoil, clash (Il.)
Derivatives: ὁμαδέω, -ῆσαι to clamor, to speak or shout all at once (Od., A. R.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Formation like κέλαδος, χρόμαδος a.o. (Chantraine Form. 359, Schwyzer 508 w. n. 8, 726 n. 5, Güntert Reimwortbildungen 153). Usually connected with Skt. samád- f. battle and connected with ὁμός = Skt. samá- (e.g. Brugmann Grundr.2 II: 1, 468, Fraenkel Nom. ag. 1, 132 n. 1); rather improbable. And samád- can be interpreted diff. and ὅμαδος could belong to ὁμάζω (s. v.) cf. (Schwyzer Mél. Pedersen 73 n. 2), which DELG rejects for its meaning.
Middle Liddell
ὅμᾰδος, ὁ, ὁμός
I. a noise, din, made by a number of people speaking together, Hom., Eur.; of a tempest, Il.
II. a noisy throng, Il.
Frisk Etymology German
ὅμαδος: {hómados}
Grammar: m.
Meaning: lärmende Menschenmenge Schlachtgedränge, Getümmel, Getöse (ep. lyr. seit Il.)
Derivative: mit ὁμαδέω, -ῆσαι ‘lärmen, durcheinander reden od. schreien’ (Od., A. R.).
Etymology : Bildung wie κέλαδος, χρόμαδος u.a. (Chantraine Form 359, Schwyzer 508 m. A. 8, 726 A. 5, Güntert Reimwortbildungen 153). Gewöhnlich mit aind. samád- f. Kampf bis auf den themat. Vokal gleichgesetzt und mit ὁμός = aind. samá- verbunden (z.B. Brugmann Grundr.2 II: 1, 468, Fraenkel Nom. ag. 1, 132 A. 1); doch ist samád- mehrdeutig und für ὅμαδος könnte Beziehung zu ὁμάζω (s. d.) in Betracht kommen (Schwyzer Mél. Pedersen 73 A. 2).
Page 2,384
Mantoulidis Etymological
(=θόρυβος, ὄχλος, πάταγος). Ἀπό τό ὁμός (=ὁ αὐτός), ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα.