προπίνω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0740.png Seite 740]] (s. [[πίνω]]), Einem vortrinken, wie man zu thun pflegte, wenn man einem Freunde den Becher kredenzte; so bes. trank der Vater dem erwählten Schwiegersohne den Becher zu u. schenkte ihm diesen zugleich, φιάλαν προπίνων [[οἴκοθεν]] [[οἴκαδε]], Pind. Ol. 7, 4; vgl. Arist. bei Ath. XIII, 576; übh. Einem Etwas zutrinken, es ihm beim Trunke schenken, Ἕλλησιν ἡμᾶς προὖπιες, Eur. Rhes. 405; Damoxen. bei Ath. XI, 469 a; Xen. An. 7, 3, 26 Cyr. 8, 3, 15; dah. übh. darreichen, preisgeben, auch verrathen, τὴν ἐλευθερίαν Φιλίππῳ, Dem. 18, 296, mit dem Nebenbegriff »durch Trinkgelage u. Geschenke bestochen, die Freiheit des Staates dem Philipp verrathen u. verkaufen«; vgl. προπέποται τῆς [[αὐτίκα]] ἡδονῆς καὶ [[χάριτος]] τὰ τῆς πόλεως πράγματα, 3, 22, das Wohl des Staates ist um augenblickliche Luft u. Gunst verrathen; τὴν νεότητα προπεπωκώς, Poll. 6, 127. – Bei Anacr. 14, 29. 17, 4 auch = dem simplex; – vorhertrinken, Luc. paras. 59.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0740.png Seite 740]] (s. [[πίνω]]), Einem vortrinken, wie man zu thun pflegte, wenn man einem Freunde den Becher kredenzte; so bes. trank der Vater dem erwählten Schwiegersohne den Becher zu u. schenkte ihm diesen zugleich, φιάλαν προπίνων [[οἴκοθεν]] [[οἴκαδε]], Pind. Ol. 7, 4; vgl. Arist. bei Ath. XIII, 576; übh. Einem Etwas zutrinken, es ihm beim Trunke schenken, Ἕλλησιν ἡμᾶς προὖπιες, Eur. Rhes. 405; Damoxen. bei Ath. XI, 469 a; Xen. An. 7, 3, 26 Cyr. 8, 3, 15; dah. übh. darreichen, preisgeben, auch verrathen, τὴν ἐλευθερίαν Φιλίππῳ, Dem. 18, 296, mit dem Nebenbegriff »durch Trinkgelage u. Geschenke bestochen, die Freiheit des Staates dem Philipp verrathen u. verkaufen«; vgl. προπέποται τῆς [[αὐτίκα]] ἡδονῆς καὶ [[χάριτος]] τὰ τῆς πόλεως πράγματα, 3, 22, das Wohl des Staates ist um augenblickliche Luft u. Gunst verrathen; τὴν νεότητα προπεπωκώς, Poll. 6, 127. – Bei Anacr. 14, 29. 17, 4 auch = dem simplex; – vorhertrinken, Luc. paras. 59.
}}
{{bailly
|btext=<i>impf.</i> προέπινον-προὔπινον, <i>f.</i> προπίομαι, <i>ao.2</i> προέπιον-[[προὔπιον]], <i>pf.</i> προπέπωκα;<br /><b>1</b> boire avant, gén.;<br /><b>2</b> boire à la santé de τινί, de qqn ; τινί [[τι]] boire qch à la santé de qqn ; <i>p. suite fig.</i> livrer, trahir : τὴν ἐλευθερίαν Φιλίππῳ DÉM livrer la liberté (de la Grèce) à Philippe, <i>litt.</i> « la lui offrir en buvant » ; <i>en gén.</i> faire présent de, acc..<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[πίνω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''προπίνω''': παρατ. προὔπῑνον· μέλλ. προπίομαι· ἀόρ. προὔπιον· πρκμ. προπέπωκα. Πίνω πρότερον ἢ πρῶτος, ἀντίθετον τῷ [[μεταπίνω]], Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 393, Ἀθήν. 156Ε· πρ. τινός, [[πίνω]] πρὸ ἄλλου, Λουκ. Κρονοσόλ. 18· ― μεταφρ., εἴθ’ ὑπ’ ἐμοῖς νῦν χείλεσι χείλεα θεῖσα ἀπνευστὶ ψυχὰν τὰν ἐν ἐμοὶ προπίοι Ἀνθ. Π. 5. 171. ΙΙ. ὡς καὶ νῦν, [[προπίνω]] εἰς ὑγείαν τινός, Λατ. propinare, [[διότι]] ἡ ἑλληνικὴ [[συνήθεια]] ἦτο νὰ πίνῃ τις πρῶτος, [[εἶτα]] δὲ νὰ δίδῃ τὸ [[ποτήριον]] εἰς ἐκεῖνον εἰς ὑγείαν τοῦ ὁποίου ἔπιεν, ([[οὐδαμοῦ]] παρ’ Ὁμήρῳ ἴδε Ἀθην. 193Α· [[οὔτε]] ἐν Σπάρτῃ ἐγίνοντο προπόσεις, ὁ αὐτ. 432D), [[ὅκως]] ἄμυστιν προπίω, [[ὅπως]] πίω πρῶτος ἢ εἰς ὑγείαν τινὸς [[ἀπνευστί]], Ἀνακρ. 63· φιάλαν... γαμβρῷ πρ., [[πίνω]] εἰς ὑγείαν [[αὐτοῦ]], Πινδ. Ο. 7. 5· [[προπίνω]] σοι Ξεν. Ἀν. 7. 3. 26, πρβλ. Ἀθήν. 426Α, 434Α, 463Ε· πρ. μεστὸν ἀκράτου τινὶ Πλουτ. Ἀλέξ. 39· [[ὡσαύτως]], πρ. φιλοτησίας τινὶ (ἴδε [[φιλοτήσιος]] ΙΙ) Δημ. 380, ἐν τέλ., πρβλ. Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 24· προπινομένη [[ποίησις]] Διονύσ. ὁ Χαλκοῦς 1. 2) ἐν εὐωχίαις [[συνήθεια]] ἦν νὰ δωρῆταί τις τὸ [[ποτήριον]] εἰς τὸν [[ὑπὲρ]] οὗ ἐγένετο ἡ [[πρόποσις]], τὰ ἐκπώματα... ἐμπιμπλὰς προὔπινε καὶ ἐδωρεῖτο Ξεν. Κύρ. 8. 3, 35· τοῦτο ἐγίνετο [[μάλιστα]] ὅτε ὁ πατὴρ ἠρραβώνιζε τὴν [[ἑαυτοῦ]] θυγατέρα, ἴδε Πίνδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Χάρητα παρ’ Ἀθην. 575D· ― [[ἐντεῦθεν]], 3) [[ἁπλῶς]] δωροῦμαι, «χαρίζω», ἄλλα τε πολλά..., καὶ ἐκπώματ’ ἀργυρᾶ καὶ χρυσᾶ προὔπινεν αὐτοῖς Δημ. 384. 13· πρ. τὴν ἐλευθερίαν Φιλίππῳ, χαρίζω τὴν ἐλευθερ. εἰς τὸν Φίλιππον ὡς [[δῶρον]] προπόσεως, δηλ. [[παραδίδω]] αὐτὴν ἀπερισκέπτως εἰς αὐτόν, Δημ. 324. 23, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 128, Εὐρ. Ρῆσ. 405· τούτῳ προέπιεν ὁ βασιλεὺς κώμην τινὰ Στέφανος ὁ κωμικὸς ἐν «Φιλολάκωνι» 1· πρ. τὰς πατρίδας Πλουτ. Ἄρατ. 14· [[πέντε]] καὶ [[εἴκοσι]] μυριάδας ἀργυρίου ὁ αὐτ. ἐν Γάλβ. 17· μετὰ γεν., τοῦ τιμήματος, προπέποται τῆς [[αὐτίκα]] χάριτος τὰ τῆς πόλεως πράγματα, τὰ συμφέροντα τῆς πολιτείας ἐθυσιάσθησαν ἀντὶ ἁπλῆς προσκαίρου χάριτος, Δημ. 34. 24· Ἀππ. Ἐμφυλ. 2. 143.
|lstext='''προπίνω''': παρατ. προὔπῑνον· μέλλ. προπίομαι· ἀόρ. προὔπιον· πρκμ. προπέπωκα. Πίνω πρότερον ἢ πρῶτος, ἀντίθετον τῷ [[μεταπίνω]], Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 393, Ἀθήν. 156Ε· πρ. τινός, [[πίνω]] πρὸ ἄλλου, Λουκ. Κρονοσόλ. 18· ― μεταφρ., εἴθ’ ὑπ’ ἐμοῖς νῦν χείλεσι χείλεα θεῖσα ἀπνευστὶ ψυχὰν τὰν ἐν ἐμοὶ προπίοι Ἀνθ. Π. 5. 171. ΙΙ. ὡς καὶ νῦν, [[προπίνω]] εἰς ὑγείαν τινός, Λατ. propinare, [[διότι]] ἡ ἑλληνικὴ [[συνήθεια]] ἦτο νὰ πίνῃ τις πρῶτος, [[εἶτα]] δὲ νὰ δίδῃ τὸ [[ποτήριον]] εἰς ἐκεῖνον εἰς ὑγείαν τοῦ ὁποίου ἔπιεν, ([[οὐδαμοῦ]] παρ’ Ὁμήρῳ ἴδε Ἀθην. 193Α· [[οὔτε]] ἐν Σπάρτῃ ἐγίνοντο προπόσεις, ὁ αὐτ. 432D), [[ὅκως]] ἄμυστιν προπίω, [[ὅπως]] πίω πρῶτος ἢ εἰς ὑγείαν τινὸς [[ἀπνευστί]], Ἀνακρ. 63· φιάλαν... γαμβρῷ πρ., [[πίνω]] εἰς ὑγείαν [[αὐτοῦ]], Πινδ. Ο. 7. 5· [[προπίνω]] σοι Ξεν. Ἀν. 7. 3. 26, πρβλ. Ἀθήν. 426Α, 434Α, 463Ε· πρ. μεστὸν ἀκράτου τινὶ Πλουτ. Ἀλέξ. 39· [[ὡσαύτως]], πρ. φιλοτησίας τινὶ (ἴδε [[φιλοτήσιος]] ΙΙ) Δημ. 380, ἐν τέλ., πρβλ. Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 24· προπινομένη [[ποίησις]] Διονύσ. ὁ Χαλκοῦς 1. 2) ἐν εὐωχίαις [[συνήθεια]] ἦν νὰ δωρῆταί τις τὸ [[ποτήριον]] εἰς τὸν [[ὑπὲρ]] οὗ ἐγένετο ἡ [[πρόποσις]], τὰ ἐκπώματα... ἐμπιμπλὰς προὔπινε καὶ ἐδωρεῖτο Ξεν. Κύρ. 8. 3, 35· τοῦτο ἐγίνετο [[μάλιστα]] ὅτε ὁ πατὴρ ἠρραβώνιζε τὴν [[ἑαυτοῦ]] θυγατέρα, ἴδε Πίνδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Χάρητα παρ’ Ἀθην. 575D· ― [[ἐντεῦθεν]], 3) [[ἁπλῶς]] δωροῦμαι, «χαρίζω», ἄλλα τε πολλά..., καὶ ἐκπώματ’ ἀργυρᾶ καὶ χρυσᾶ προὔπινεν αὐτοῖς Δημ. 384. 13· πρ. τὴν ἐλευθερίαν Φιλίππῳ, χαρίζω τὴν ἐλευθερ. εἰς τὸν Φίλιππον ὡς [[δῶρον]] προπόσεως, δηλ. [[παραδίδω]] αὐτὴν ἀπερισκέπτως εἰς αὐτόν, Δημ. 324. 23, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 128, Εὐρ. Ρῆσ. 405· τούτῳ προέπιεν ὁ βασιλεὺς κώμην τινὰ Στέφανος ὁ κωμικὸς ἐν «Φιλολάκωνι» 1· πρ. τὰς πατρίδας Πλουτ. Ἄρατ. 14· [[πέντε]] καὶ [[εἴκοσι]] μυριάδας ἀργυρίου ὁ αὐτ. ἐν Γάλβ. 17· μετὰ γεν., τοῦ τιμήματος, προπέποται τῆς [[αὐτίκα]] χάριτος τὰ τῆς πόλεως πράγματα, τὰ συμφέροντα τῆς πολιτείας ἐθυσιάσθησαν ἀντὶ ἁπλῆς προσκαίρου χάριτος, Δημ. 34. 24· Ἀππ. Ἐμφυλ. 2. 143.
}}
{{bailly
|btext=<i>impf.</i> προέπινον-προὔπινον, <i>f.</i> προπίομαι, <i>ao.2</i> προέπιον-[[προὔπιον]], <i>pf.</i> προπέπωκα;<br /><b>1</b> boire avant, gén.;<br /><b>2</b> boire à la santé de τινί, de qqn ; τινί [[τι]] boire qch à la santé de qqn ; <i>p. suite fig.</i> livrer, trahir : τὴν ἐλευθερίαν Φιλίππῳ DÉM livrer la liberté (de la Grèce) à Philippe, <i>litt.</i> « la lui offrir en buvant » ; <i>en gén.</i> faire présent de, acc..<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[πίνω]].
}}
}}
{{Slater
{{Slater