Anonymous

προπίνω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<i>impf.</i> προέπινον-προὔπινον, <i>f.</i> προπίομαι, <i>ao.2</i> προέπιον-[[προὔπιον]], <i>pf.</i> προπέπωκα;<br /><b>1</b> boire avant, gén.;<br /><b>2</b> boire à la santé de τινί, de qqn ; τινί [[τι]] boire qch à la santé de qqn ; <i>p. suite fig.</i> livrer, trahir : τὴν ἐλευθερίαν Φιλίππῳ DÉM livrer la liberté (de la Grèce) à Philippe, <i>litt.</i> « la lui offrir en buvant » ; <i>en gén.</i> faire présent de, acc..<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[πίνω]].
|btext=<i>impf.</i> προέπινον-προὔπινον, <i>f.</i> προπίομαι, <i>ao.2</i> προέπιον-[[προὔπιον]], <i>pf.</i> προπέπωκα;<br /><b>1</b> boire avant, gén.;<br /><b>2</b> boire à la santé de τινί, de qqn ; τινί [[τι]] boire qch à la santé de qqn ; <i>p. suite fig.</i> livrer, trahir : τὴν ἐλευθερίαν Φιλίππῳ DÉM livrer la liberté (de la Grèce) à Philippe, <i>litt.</i> « la lui offrir en buvant » ; <i>en gén.</i> faire présent de, acc..<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[πίνω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''προπίνω''': παρατ. προὔπῑνον· μέλλ. προπίομαι· ἀόρ. προὔπιον· πρκμ. προπέπωκα. Πίνω πρότερον ἢ πρῶτος, ἀντίθετον τῷ [[μεταπίνω]], Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 393, Ἀθήν. 156Ε· πρ. τινός, [[πίνω]] πρὸ ἄλλου, Λουκ. Κρονοσόλ. 18· ― μεταφρ., εἴθ’ ὑπ’ ἐμοῖς νῦν χείλεσι χείλεα θεῖσα ἀπνευστὶ ψυχὰν τὰν ἐν ἐμοὶ προπίοι Ἀνθ. Π. 5. 171. ΙΙ. ὡς καὶ νῦν, [[προπίνω]] εἰς ὑγείαν τινός, Λατ. propinare, [[διότι]] ἡ ἑλληνικὴ [[συνήθεια]] ἦτο νὰ πίνῃ τις πρῶτος, [[εἶτα]] δὲ νὰ δίδῃ τὸ [[ποτήριον]] εἰς ἐκεῖνον εἰς ὑγείαν τοῦ ὁποίου ἔπιεν, ([[οὐδαμοῦ]] παρ’ Ὁμήρῳ ἴδε Ἀθην. 193Α· [[οὔτε]] ἐν Σπάρτῃ ἐγίνοντο προπόσεις, ὁ αὐτ. 432D), [[ὅκως]] ἄμυστιν προπίω, [[ὅπως]] πίω πρῶτος ἢ εἰς ὑγείαν τινὸς [[ἀπνευστί]], Ἀνακρ. 63· φιάλαν... γαμβρῷ πρ., [[πίνω]] εἰς ὑγείαν [[αὐτοῦ]], Πινδ. Ο. 7. 5· [[προπίνω]] σοι Ξεν. Ἀν. 7. 3. 26, πρβλ. Ἀθήν. 426Α, 434Α, 463Ε· πρ. μεστὸν ἀκράτου τινὶ Πλουτ. Ἀλέξ. 39· [[ὡσαύτως]], πρ. φιλοτησίας τινὶ (ἴδε [[φιλοτήσιος]] ΙΙ) Δημ. 380, ἐν τέλ., πρβλ. Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 24· προπινομένη [[ποίησις]] Διονύσ. ὁ Χαλκοῦς 1. 2) ἐν εὐωχίαις [[συνήθεια]] ἦν νὰ δωρῆταί τις τὸ [[ποτήριον]] εἰς τὸν [[ὑπὲρ]] οὗ ἐγένετο ἡ [[πρόποσις]], τὰ ἐκπώματα... ἐμπιμπλὰς προὔπινε καὶ ἐδωρεῖτο Ξεν. Κύρ. 8. 3, 35· τοῦτο ἐγίνετο [[μάλιστα]] ὅτε ὁ πατὴρ ἠρραβώνιζε τὴν [[ἑαυτοῦ]] θυγατέρα, ἴδε Πίνδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Χάρητα παρ’ Ἀθην. 575D· ― [[ἐντεῦθεν]], 3) [[ἁπλῶς]] δωροῦμαι, «χαρίζω», ἄλλα τε πολλά..., καὶ ἐκπώματ’ ἀργυρᾶ καὶ χρυσᾶ προὔπινεν αὐτοῖς Δημ. 384. 13· πρ. τὴν ἐλευθερίαν Φιλίππῳ, χαρίζω τὴν ἐλευθερ. εἰς τὸν Φίλιππον ὡς [[δῶρον]] προπόσεως, δηλ. [[παραδίδω]] αὐτὴν ἀπερισκέπτως εἰς αὐτόν, Δημ. 324. 23, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 128, Εὐρ. Ρῆσ. 405· τούτῳ προέπιεν ὁ βασιλεὺς κώμην τινὰ Στέφανος ὁ κωμικὸς ἐν «Φιλολάκωνι» 1· πρ. τὰς πατρίδας Πλουτ. Ἄρατ. 14· [[πέντε]] καὶ [[εἴκοσι]] μυριάδας ἀργυρίου ὁ αὐτ. ἐν Γάλβ. 17· μετὰ γεν., τοῦ τιμήματος, προπέποται τῆς [[αὐτίκα]] χάριτος τὰ τῆς πόλεως πράγματα, τὰ συμφέροντα τῆς πολιτείας ἐθυσιάσθησαν ἀντὶ ἁπλῆς προσκαίρου χάριτος, Δημ. 34. 24· Ἀππ. Ἐμφυλ. 2. 143.
|elnltext=προ-πίνω, imperf. προυπινον en προέπινον; aor. προὔπιον en προέπιον; aor. pass. προεπόθην; perf. προπέπωκα, med.-pass. προπέπομαι; fut. med. προπίομαι als eerste drinken: van voorproever; τούτου προεσθίοντος καὶ προπίνοντος wanneer hij als eerste eet en als eerste drinkt Luc. 33.59; pass.. προπινόμενον wat eerder gedronken wordt Hp. Acut. 56. op (iemands) gezondheid drinken, toedrinken, toosten; met dat..; προπίνω σοι, ὦ Σεύθη op je gezondheid, Seuthes! Xen. An. 7.3.26; met dat. en acc. v. h. inw. obj.. Φιλίππῳ... φιλοτησίας προὔπινεν hij dronk Philippus toe op de vriendschap Dem. 19.128. als drinkgeschenk geven; uitbr. aanbieden, cadeau doen; met dat. van pers. en acc. v. zaak; τὴν ἐλευθερίαν προπεπωκότες... Φιλίππῳ onze vrijheid cadeau gedaan aan Philippus Dem. 18.296; pass.. προπέποται τῆς παραυτίκα χάριτος τὰ τῆς πόλεως πράγματα het staatsbelang is verbrast voor de populariteit van het ogenblik Dem. 3.22.
}}
{{elru
|elrutext='''προπίνω:''' () (fut. προπίομαι, aor. 2 προέπιον - стяж. [[προὔπιον]], pf. προπέπωκα)<br /><b class="num">1)</b> [[пить раньше]]: πάντες πᾶσι προπινέτωσαν Luc. пусть все пьют вкруговую (досл. перед всеми); π. τινός Luc. пить, обращаясь к кому-л. (и передавать ему чашу);<br /><b class="num">2)</b> [[пить за здоровье]], [[поднимать тост]]: π. τινί Xen., Plut. и π. φιλοτησίας τινί Dem. пить за чье-л. здоровье; τὰ ἐκπώματα ἐμπιπλὰς προὔπινε καὶ ἐδωρεῖτο Xen. наполнив бокалы, (Феравл) выпил их за здоровье (Сака) и подарил (их ему);<br /><b class="num">3)</b> [[преподносить]], [[дарить]] (ἐκπώματα ἀργυρᾶ τινι Dem.);<br /><b class="num">4)</b> ирон. [[дарить словно за пиршественным столом]], [[великодушно предоставлять]] (τὴν ἐλευθερίαν τινί Dem.; χίλια τάλαντα νομίσματός τινι Plut.): π. τὰ τῆς πόλεως πράγματά τινος Dem. приносить в жертву государственные интересы ради чего-л.
}}
}}
{{Slater
{{Slater
Line 31: Line 34:
|lsmtext='''προπίνω:''' παρατ. <i>προὔπῑνον</i>· μέλ. -[[πίομαι]], αόρ. βʹ [[προὔπιον]], παρακ. <i>προπέπωκα</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[πίνω]] [[πριν]] από άλλον, με γεν., σε Λουκ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[πίνω]] για [[χάρη]] κάποιου, [[πίνω]] στην [[υγεία]] του, κάνω [[πρόποση]] σε αυτόν, Λατ. propinare, [[επειδή]] η [[συνήθεια]] ήταν να πίνει [[κάποιος]] [[πρώτος]] και [[έπειτα]] να δίνει το [[ποτήρι]] σε αυτόν προς τον οποίο έγινε η [[πρόποση]], [[προπίνω]] σοι, σε Ξεν.· επίσης, [[προπίνω]] φιλοτησίας τινί, (βλ. [[φιλοτήσιος]] II), σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> σε εορταστικές περιστάσεις ήταν [[έθιμο]] να δίνεται [[δώρο]] ένα [[ποτήρι]] στο [[πρόσωπο]] για το οποίο γινόταν [[πρόποση]], <i>τὰἐκπώματα ἐμπίμπλας προὔπινε καὶ ἐδωρεῖτο</i>, σε Ξεν.· απ' όπου [[απλώς]], [[δωρίζω]], [[προσφέρω]] [[δώρο]], [[προπίνω]] τὴν ἐλευθερίαν Φιλίππῳ, [[χαρίζω]] την [[ελευθερία]] ως [[δώρο]] στον Φίλιππο, [[παραδίδω]] αυτήν απερίσκεπτα στον Φίλιππο, σε Δημ. — Παθ. με γεν. του τιμήματος, προπέποται τῆς [[αὐτίκα]] [[χάριτος]], <i>τὰ τῆς πόλεως πράγματα</i>, τα συμφέροντα της πολιτείας θυσιάστηκαν για απλή και πρόσκαιρη [[ευχαρίστηση]], στον ίδ.
|lsmtext='''προπίνω:''' παρατ. <i>προὔπῑνον</i>· μέλ. -[[πίομαι]], αόρ. βʹ [[προὔπιον]], παρακ. <i>προπέπωκα</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[πίνω]] [[πριν]] από άλλον, με γεν., σε Λουκ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[πίνω]] για [[χάρη]] κάποιου, [[πίνω]] στην [[υγεία]] του, κάνω [[πρόποση]] σε αυτόν, Λατ. propinare, [[επειδή]] η [[συνήθεια]] ήταν να πίνει [[κάποιος]] [[πρώτος]] και [[έπειτα]] να δίνει το [[ποτήρι]] σε αυτόν προς τον οποίο έγινε η [[πρόποση]], [[προπίνω]] σοι, σε Ξεν.· επίσης, [[προπίνω]] φιλοτησίας τινί, (βλ. [[φιλοτήσιος]] II), σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> σε εορταστικές περιστάσεις ήταν [[έθιμο]] να δίνεται [[δώρο]] ένα [[ποτήρι]] στο [[πρόσωπο]] για το οποίο γινόταν [[πρόποση]], <i>τὰἐκπώματα ἐμπίμπλας προὔπινε καὶ ἐδωρεῖτο</i>, σε Ξεν.· απ' όπου [[απλώς]], [[δωρίζω]], [[προσφέρω]] [[δώρο]], [[προπίνω]] τὴν ἐλευθερίαν Φιλίππῳ, [[χαρίζω]] την [[ελευθερία]] ως [[δώρο]] στον Φίλιππο, [[παραδίδω]] αυτήν απερίσκεπτα στον Φίλιππο, σε Δημ. — Παθ. με γεν. του τιμήματος, προπέποται τῆς [[αὐτίκα]] [[χάριτος]], <i>τὰ τῆς πόλεως πράγματα</i>, τα συμφέροντα της πολιτείας θυσιάστηκαν για απλή και πρόσκαιρη [[ευχαρίστηση]], στον ίδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''προπίνω:''' (ῑ) (fut. προπίομαι, aor. 2 προέπιον - стяж. [[προὔπιον]], pf. προπέπωκα)<br /><b class="num">1)</b> [[пить раньше]]: πάντες πᾶσι προπινέτωσαν Luc. пусть все пьют вкруговую (досл. перед всеми); π. τινός Luc. пить, обращаясь к кому-л. (и передавать ему чашу);<br /><b class="num">2)</b> [[пить за здоровье]], [[поднимать тост]]: π. τινί Xen., Plut. и π. φιλοτησίας τινί Dem. пить за чье-л. здоровье; τὰ ἐκπώματα ἐμπιπλὰς προὔπινε καὶ ἐδωρεῖτο Xen. наполнив бокалы, (Феравл) выпил их за здоровье (Сака) и подарил (их ему);<br /><b class="num">3)</b> [[преподносить]], [[дарить]] (ἐκπώματα ἀργυρᾶ τινι Dem.);<br /><b class="num">4)</b> ирон. [[дарить словно за пиршественным столом]], [[великодушно предоставлять]] (τὴν ἐλευθερίαν τινί Dem.; χίλια τάλαντα νομίσματός τινι Plut.): π. τὰ τῆς πόλεως πράγματά τινος Dem. приносить в жертву государственные интересы ради чего-л.
|lstext='''προπίνω''': παρατ. προὔπῑνον· μέλλ. προπίομαι· ἀόρ. προὔπιον· πρκμ. προπέπωκα. Πίνω πρότερον ἢ πρῶτος, ἀντίθετον τῷ [[μεταπίνω]], Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 393, Ἀθήν. 156Ε· πρ. τινός, [[πίνω]] πρὸ ἄλλου, Λουκ. Κρονοσόλ. 18· ― μεταφρ., εἴθ’ ὑπ’ ἐμοῖς νῦν χείλεσι χείλεα θεῖσα ἀπνευστὶ ψυχὰν τὰν ἐν ἐμοὶ προπίοι Ἀνθ. Π. 5. 171. ΙΙ. ὡς καὶ νῦν, [[προπίνω]] εἰς ὑγείαν τινός, Λατ. propinare, [[διότι]] ἡ ἑλληνικὴ [[συνήθεια]] ἦτο νὰ πίνῃ τις πρῶτος, [[εἶτα]] δὲ νὰ δίδῃ τὸ [[ποτήριον]] εἰς ἐκεῖνον εἰς ὑγείαν τοῦ ὁποίου ἔπιεν, ([[οὐδαμοῦ]] παρ’ Ὁμήρῳ ἴδε Ἀθην. 193Α· [[οὔτε]] ἐν Σπάρτῃ ἐγίνοντο προπόσεις, ὁ αὐτ. 432D), [[ὅκως]] ἄμυστιν προπίω, [[ὅπως]] πίω πρῶτος ἢ εἰς ὑγείαν τινὸς [[ἀπνευστί]], Ἀνακρ. 63· φιάλαν... γαμβρῷ πρ., [[πίνω]] εἰς ὑγείαν [[αὐτοῦ]], Πινδ. Ο. 7. 5· [[προπίνω]] σοι Ξεν. Ἀν. 7. 3. 26, πρβλ. Ἀθήν. 426Α, 434Α, 463Ε· πρ. μεστὸν ἀκράτου τινὶ Πλουτ. Ἀλέξ. 39· [[ὡσαύτως]], πρ. φιλοτησίας τινὶ (ἴδε [[φιλοτήσιος]] ΙΙ) Δημ. 380, ἐν τέλ., πρβλ. Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 24· προπινομένη [[ποίησις]] Διονύσ. ὁ Χαλκοῦς 1. 2) ἐν εὐωχίαις [[συνήθεια]] ἦν νὰ δωρῆταί τις τὸ [[ποτήριον]] εἰς τὸν [[ὑπὲρ]] οὗ ἐγένετο ἡ [[πρόποσις]], τὰ ἐκπώματα... ἐμπιμπλὰς προὔπινε καὶ ἐδωρεῖτο Ξεν. Κύρ. 8. 3, 35· τοῦτο ἐγίνετο [[μάλιστα]] ὅτε ὁ πατὴρ ἠρραβώνιζε τὴν [[ἑαυτοῦ]] θυγατέρα, ἴδε Πίνδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Χάρητα παρ’ Ἀθην. 575D· ― [[ἐντεῦθεν]], 3) [[ἁπλῶς]] δωροῦμαι, «χαρίζω», ἄλλα τε πολλά..., καὶ ἐκπώματ’ ἀργυρᾶ καὶ χρυσᾶ προὔπινεν αὐτοῖς Δημ. 384. 13· πρ. τὴν ἐλευθερίαν Φιλίππῳ, χαρίζω τὴν ἐλευθερ. εἰς τὸν Φίλιππον ὡς [[δῶρον]] προπόσεως, δηλ. [[παραδίδω]] αὐτὴν ἀπερισκέπτως εἰς αὐτόν, Δημ. 324. 23, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 128, Εὐρ. Ρῆσ. 405· τούτῳ προέπιεν ὁ βασιλεὺς κώμην τινὰ Στέφανος ὁ κωμικὸς ἐν «Φιλολάκωνι» 1· πρ. τὰς πατρίδας Πλουτ. Ἄρατ. 14· [[πέντε]] καὶ [[εἴκοσι]] μυριάδας ἀργυρίου ὁ αὐτ. ἐν Γάλβ. 17· μετὰ γεν., τοῦ τιμήματος, προπέποται τῆς [[αὐτίκα]] χάριτος τὰ τῆς πόλεως πράγματα, τὰ συμφέροντα τῆς πολιτείας ἐθυσιάσθησαν ἀντὶ ἁπλῆς προσκαίρου χάριτος, Δημ. 34. 24· Ἀππ. Ἐμφυλ. 2. 143.
}}
{{elnl
|elnltext=προ-πίνω, imperf. προυπινον en προέπινον; aor. προὔπιον en προέπιον; aor. pass. προεπόθην; perf. προπέπωκα, med.-pass. προπέπομαι; fut. med. προπίομαι als eerste drinken: van voorproever; τούτου προεσθίοντος καὶ προπίνοντος wanneer hij als eerste eet en als eerste drinkt Luc. 33.59; pass.. προπινόμενον wat eerder gedronken wordt Hp. Acut. 56. op (iemands) gezondheid drinken, toedrinken, toosten; met dat..; προπίνω σοι, ὦ Σεύθη op je gezondheid, Seuthes! Xen. An. 7.3.26; met dat. en acc. v. h. inw. obj.. Φιλίππῳ... φιλοτησίας προὔπινεν hij dronk Philippus toe op de vriendschap Dem. 19.128. als drinkgeschenk geven; uitbr. aanbieden, cadeau doen; met dat. van pers. en acc. v. zaak; τὴν ἐλευθερίαν προπεπωκότες... Φιλίππῳ onze vrijheid cadeau gedaan aan Philippus Dem. 18.296; pass.. προπέποται τῆς παραυτίκα χάριτος τὰ τῆς πόλεως πράγματα het staatsbelang is verbrast voor de populariteit van het ogenblik Dem. 3.22.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=imperf. προὔπῑνον fut. -[[πίομαι]] aor2 [[προὔπιον]] perf. προπέπωκα<br /><b class="num">I.</b> to [[drink]] [[before]] [[another]], c. gen., Luc.<br /><b class="num">II.</b> to [[drink]] to [[another]], [[drink]] to his [[health]], [[pledge]] him, Lat. propinare, [[because]] the [[custom]] was to [[drink]] [[first]] [[oneself]] and then [[pass]] the cup to the [[person]] pledged, [[προπίνω]] σοι Xen.; also, πρ. φιλοτησίας τινί (v. [[φιλοτήσιος]] II), Dem.<br /><b class="num">2.</b> on [[festal]] occasions it was a [[custom]] to make a [[present]] of the cup to the [[person]] pledged, τὰ ἐκπώματα ἐμπιμπλάς προὔπινε καὶ ἐδωρεῖτο Xen.: [[hence]], [[simply]], to [[give]] [[freely]], make a [[present]] of, πρ. τὴν ἐλευθερίαν Φιλίππῳ to make [[liberty]] a [[drinking]]-[[present]] to [[Philip]], [[give]] it [[carelessly]] to him, Dem.; Pass., c. gen. pretii, προπέποται τῆς [[αὐτίκα]] [[χάριτος]] τὰ τῆς πόλεως πράγματα the interests of the [[state]] [[have]] been sacrificed for [[mere]] [[present]] [[pleasure]], Dem.
|mdlsjtxt=imperf. προὔπῑνον fut. -[[πίομαι]] aor2 [[προὔπιον]] perf. προπέπωκα<br /><b class="num">I.</b> to [[drink]] [[before]] [[another]], c. gen., Luc.<br /><b class="num">II.</b> to [[drink]] to [[another]], [[drink]] to his [[health]], [[pledge]] him, Lat. propinare, [[because]] the [[custom]] was to [[drink]] [[first]] [[oneself]] and then [[pass]] the cup to the [[person]] pledged, [[προπίνω]] σοι Xen.; also, πρ. φιλοτησίας τινί (v. [[φιλοτήσιος]] II), Dem.<br /><b class="num">2.</b> on [[festal]] occasions it was a [[custom]] to make a [[present]] of the cup to the [[person]] pledged, τὰ ἐκπώματα ἐμπιμπλάς προὔπινε καὶ ἐδωρεῖτο Xen.: [[hence]], [[simply]], to [[give]] [[freely]], make a [[present]] of, πρ. τὴν ἐλευθερίαν Φιλίππῳ to make [[liberty]] a [[drinking]]-[[present]] to [[Philip]], [[give]] it [[carelessly]] to him, Dem.; Pass., c. gen. pretii, προπέποται τῆς [[αὐτίκα]] [[χάριτος]] τὰ τῆς πόλεως πράγματα the interests of the [[state]] [[have]] been sacrificed for [[mere]] [[present]] [[pleasure]], Dem.
}}
}}