κόγχη: Difference between revisions

No change in size ,  1 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1465.png Seite 1465]] ἡ (verwandt mit [[γογγύλος]]), 1) die zweischalige Muschel, concha, Ar. frg. 49; neben ἰχθύες in einem Flusse genannt, Xen. An. 5, 3, 8; ὄστρεα καὶ κόγχαι καὶ μ ύες Mnesith. bei Ath. III, 92 b; Arist. H. A. 4, 4 u. Sp.; κόγχην διελεῖν, sprichwörtlich, eine Muschel öffnen, was leicht zu thun ist, VLL.; Teleclid. Ath. XI, 481 a, vgl. III, 87 a; κόγχης ἄξιον, eine Muschelschale werth, von ganz werthlosen Dingen, VLL. – 2) ein Maaß für Flüssigkeiten, eigtl. die Muschelschale, deren man sich ursprünglich, um Schöpfen des Wassers bediente; Hippocr. u. a. Medic.; ποτήρια οὐχὶ χωροῦντ' οὐδὲ κόγχην Phereer. Ath. XI, 481 b. – 3) die Ohrhöhle, Schnecke, poll. 2, 86; auch von anderen Höhlungen des Körpers, wie die obere Wölbung der Hirnschale die Kniescheibe, die Augenhöhle, Medic. – 4) bei Ar. Vesp. 585, τῇ διαθήκ ῃ καὶ τῇ κόγχῃ τῇ [[πάνυ]] σεμνῶς τοῖς σημείοισιν ἐπ ούσῃ, wahrscheinlich eine Kapsel um das an Urkunden hängende Siegel, vgl. [[ἀνακογχυλιάζω]]. Vgl. auch [[κόγχος]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1465.png Seite 1465]] ἡ (verwandt mit [[γογγύλος]]), 1) die zweischalige Muschel, concha, Ar. frg. 49; neben ἰχθύες in einem Flusse genannt, Xen. An. 5, 3, 8; ὄστρεα καὶ κόγχαι καὶ μ ύες Mnesith. bei Ath. III, 92 b; Arist. H. A. 4, 4 u. Sp.; κόγχην διελεῖν, sprichwörtlich, eine Muschel öffnen, was leicht zu thun ist, VLL.; Teleclid. Ath. XI, 481 a, vgl. III, 87 a; κόγχης ἄξιον, eine Muschelschale werth, von ganz werthlosen Dingen, VLL. – 2) ein Maaß für Flüssigkeiten, eigtl. die Muschelschale, deren man sich ursprünglich, um Schöpfen des Wassers bediente; Hippocr. u. a. Medic.; ποτήρια οὐχὶ χωροῦντ' οὐδὲ κόγχην Phereer. Ath. XI, 481 b. – 3) die Ohrhöhle, Schnecke, poll. 2, 86; auch von anderen Höhlungen des Körpers, wie die obere Wölbung der Hirnschale die Kniescheibe, die Augenhöhle, Medic. – 4) bei Ar. Vesp. 585, τῇ διαθήκ ῃ καὶ τῇ κόγχῃ τῇ [[πάνυ]] σεμνῶς τοῖς σημείοισιν ἐπ ούσῃ, wahrscheinlich eine Kapsel um das an Urkunden hängende Siegel, vgl. [[ἀνακογχυλιάζω]]. Vgl. auch [[κόγχος]].
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />Ι. coquillage, coquille, <i>particul.</i><br /><b>1</b> coquille d'huître, de mollusque, <i>etc.</i><br /><b>2</b> coquille <i>ou</i> vase en forme de coquille ; mesure pour les liquides;<br /><b>II.</b> <i>p. anal.</i> objet de forme concave, <i>particul.</i><br /><b>1</b> conque de l'oreille;<br /><b>2</b> boîte en forme de coquille, pour les sceaux servant aux actes publics.<br />'''Étymologie:''' DELG cf. <i>skr.</i> śankhá « coquille ».
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κόγχη''': ἡ, (ἴδε ἐν τέλ.), τὸ μετὰ διφυοῦς ὀστράκου [[κογχύλιον]], κοινῶς κογχύλι, ἀχιβάδα, Λατ. concha, Σώφρων παρ’ Ἀθην. 86Ε, Ξεν. Ἀν. 5. 3, 8, κτλ.· ἀλλὰ τὸ [[ὄνομα]] ἐγκλείει διάφορα εἴδη (πρβλ. [[χήμη]]), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 4, 6., 5. 15, 20., 9. 37, 28, πρβλ. [[κόγχος]]· ― ἀνέχασκον ἐμφερέστατα ὀπτωμέναις κόγχαισιν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 49· κόγχην διελεῖν, ἐπὶ τοῦ ῥᾳδίως ποιῆσαι, παροιμ., Τηλεκλείδης ἐν «Ἡσιόδοις» 2· κόγχης ἄξιον, δηλ. ἐλαχίστου ἄξιον, εὐτελές, Ἡσύχ., Σουΐδ.· κόγχην προπάροιθεν ἔχειν σωρῶν, παροιμ., προτιμᾶν πενιχρὸν βίον τοῦ σεσωρευμένου πλούτου, Συλλ. Ἐπιγρ. 4582. 2) [[μέτρον]] μικρὸν δι’ [[ὑγρά]], ἀνάλογον πρὸς τὸ παρ’ ἡμῖν «[[κοχλιάριον]] τοῦ γλυκοῦ», Φερεκρ. ἐν «Τυραννίδι» 1. 3, Ἱππ. 493. 19., 570. 40, κτλ. ΙΙ. πᾶν ὅ,τι ὁμοιάζει πρὸς [[κογχύλιον]] (ἀχιβάδα), ἰδίως πᾶσα τοιαύτη [[κοιλότης]] ἐν τῷ ἀνθρωπίνῳ σώματι, ὡς, 1) τὸ [[κοίλωμα]] τοῦ [[ὠτός]], Ροῦφ. σ. 26, Πολυδ. Β΄, 86. 2) ἡ [[ἐπιγονατίς]], Πολυδ. Β΄, 188. ΙΙΙ. ἡ [[θήκη]] ἡ [[πέριξ]] σφραγῖδος προσηρτημένη εἰς ἔγγραφα, Ἀριστοφ. Σφ. 585· [[ἐντεῦθεν]] [[ἀνακογχυλιάζω]], [[ἀποσφραγίζω]]. ΙV. [[κόγχη]], [[θέσις]] δι’ [[ἄγαλμα]], «ἀχιβάδα», ὡς νῦν ἐν τῷ ἱερῷ τῶν ναῶν, Συλλ. Ἐπιγρ. 4556· ― ὅμοιον κόγχῃ [[κάλυμμα]] (οὐρανὸς) [[ὑπεράνω]] τῆς ἱερᾶς τραπέζης, Βυζ.· [[ἐντεῦθεν]], ἡ ἁψίς, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 446. 3· ἴδε [[τρίκογχος]]. (Πρβλ. [[κόγχος]], [[κογχύλη]], [[κογχύλιον]]· Σανσκρ. ←ankhas, Λατ. concha· [[ὡσαύτως]] [[κόχλος]], [[κοχλίας]], cochlea, καὶ [[ἴσως]] τὸ [[κάλχη]].)
|lstext='''κόγχη''': ἡ, (ἴδε ἐν τέλ.), τὸ μετὰ διφυοῦς ὀστράκου [[κογχύλιον]], κοινῶς κογχύλι, ἀχιβάδα, Λατ. concha, Σώφρων παρ’ Ἀθην. 86Ε, Ξεν. Ἀν. 5. 3, 8, κτλ.· ἀλλὰ τὸ [[ὄνομα]] ἐγκλείει διάφορα εἴδη (πρβλ. [[χήμη]]), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 4, 6., 5. 15, 20., 9. 37, 28, πρβλ. [[κόγχος]]· ― ἀνέχασκον ἐμφερέστατα ὀπτωμέναις κόγχαισιν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 49· κόγχην διελεῖν, ἐπὶ τοῦ ῥᾳδίως ποιῆσαι, παροιμ., Τηλεκλείδης ἐν «Ἡσιόδοις» 2· κόγχης ἄξιον, δηλ. ἐλαχίστου ἄξιον, εὐτελές, Ἡσύχ., Σουΐδ.· κόγχην προπάροιθεν ἔχειν σωρῶν, παροιμ., προτιμᾶν πενιχρὸν βίον τοῦ σεσωρευμένου πλούτου, Συλλ. Ἐπιγρ. 4582. 2) [[μέτρον]] μικρὸν δι’ [[ὑγρά]], ἀνάλογον πρὸς τὸ παρ’ ἡμῖν «[[κοχλιάριον]] τοῦ γλυκοῦ», Φερεκρ. ἐν «Τυραννίδι» 1. 3, Ἱππ. 493. 19., 570. 40, κτλ. ΙΙ. πᾶν ὅ,τι ὁμοιάζει πρὸς [[κογχύλιον]] (ἀχιβάδα), ἰδίως πᾶσα τοιαύτη [[κοιλότης]] ἐν τῷ ἀνθρωπίνῳ σώματι, ὡς, 1) τὸ [[κοίλωμα]] τοῦ [[ὠτός]], Ροῦφ. σ. 26, Πολυδ. Β΄, 86. 2) ἡ [[ἐπιγονατίς]], Πολυδ. Β΄, 188. ΙΙΙ. ἡ [[θήκη]] ἡ [[πέριξ]] σφραγῖδος προσηρτημένη εἰς ἔγγραφα, Ἀριστοφ. Σφ. 585· [[ἐντεῦθεν]] [[ἀνακογχυλιάζω]], [[ἀποσφραγίζω]]. ΙV. [[κόγχη]], [[θέσις]] δι’ [[ἄγαλμα]], «ἀχιβάδα», ὡς νῦν ἐν τῷ ἱερῷ τῶν ναῶν, Συλλ. Ἐπιγρ. 4556· ― ὅμοιον κόγχῃ [[κάλυμμα]] (οὐρανὸς) [[ὑπεράνω]] τῆς ἱερᾶς τραπέζης, Βυζ.· [[ἐντεῦθεν]], ἡ ἁψίς, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 446. 3· ἴδε [[τρίκογχος]]. (Πρβλ. [[κόγχος]], [[κογχύλη]], [[κογχύλιον]]· Σανσκρ. ←ankhas, Λατ. concha· [[ὡσαύτως]] [[κόχλος]], [[κοχλίας]], cochlea, καὶ [[ἴσως]] τὸ [[κάλχη]].)
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />Ι. coquillage, coquille, <i>particul.</i><br /><b>1</b> coquille d'huître, de mollusque, <i>etc.</i><br /><b>2</b> coquille <i>ou</i> vase en forme de coquille ; mesure pour les liquides;<br /><b>II.</b> <i>p. anal.</i> objet de forme concave, <i>particul.</i><br /><b>1</b> conque de l'oreille;<br /><b>2</b> boîte en forme de coquille, pour les sceaux servant aux actes publics.<br />'''Étymologie:''' DELG cf. <i>skr.</i> śankhá « coquille ».
}}
}}
{{eles
{{eles