Anonymous

κόγχη: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ης (ἡ) :<br />Ι. coquillage, coquille, <i>particul.</i><br /><b>1</b> coquille d'huître, de mollusque, <i>etc.</i><br /><b>2</b> coquille <i>ou</i> vase en forme de coquille ; mesure pour les liquides;<br /><b>II.</b> <i>p. anal.</i> objet de forme concave, <i>particul.</i><br /><b>1</b> conque de l'oreille;<br /><b>2</b> boîte en forme de coquille, pour les sceaux servant aux actes publics.<br />'''Étymologie:''' DELG cf. <i>skr.</i> śankhá « coquille ».
|btext=ης (ἡ) :<br />Ι. coquillage, coquille, <i>particul.</i><br /><b>1</b> coquille d'huître, de mollusque, <i>etc.</i><br /><b>2</b> coquille <i>ou</i> vase en forme de coquille ; mesure pour les liquides;<br /><b>II.</b> <i>p. anal.</i> objet de forme concave, <i>particul.</i><br /><b>1</b> conque de l'oreille;<br /><b>2</b> boîte en forme de coquille, pour les sceaux servant aux actes publics.<br />'''Étymologie:''' DELG cf. <i>skr.</i> śankhá « coquille ».
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κόγχη''': , (ἴδε ἐν τέλ.), τὸ μετὰ διφυοῦς ὀστράκου [[κογχύλιον]], κοινῶς κογχύλι, ἀχιβάδα, Λατ. concha, Σώφρων παρ’ Ἀθην. 86Ε, Ξεν. Ἀν. 5. 3, 8, κτλ.· ἀλλὰ τὸ [[ὄνομα]] ἐγκλείει διάφορα εἴδη (πρβλ. [[χήμη]]), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 4, 6., 5. 15, 20., 9. 37, 28, πρβλ. [[κόγχος]]· ― ἀνέχασκον ἐμφερέστατα ὀπτωμέναις κόγχαισιν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 49· κόγχην διελεῖν, ἐπὶ τοῦ ῥᾳδίως ποιῆσαι, παροιμ., Τηλεκλείδης ἐν «Ἡσιόδοις» 2· κόγχης ἄξιον, δηλ. ἐλαχίστου ἄξιον, εὐτελές, Ἡσύχ., Σουΐδ.· κόγχην προπάροιθεν ἔχειν σωρῶν, παροιμ., προτιμᾶν πενιχρὸν βίον τοῦ σεσωρευμένου πλούτου, Συλλ. Ἐπιγρ. 4582. 2) [[μέτρον]] μικρὸν δι’ [[ὑγρά]], ἀνάλογον πρὸς τὸ παρ’ ἡμῖν «[[κοχλιάριον]] τοῦ γλυκοῦ», Φερεκρ. ἐν «Τυραννίδι» 1. 3, Ἱππ. 493. 19., 570. 40, κτλ. ΙΙ. πᾶν ὅ,τι ὁμοιάζει πρὸς [[κογχύλιον]] (ἀχιβάδα), ἰδίως πᾶσα τοιαύτη [[κοιλότης]] ἐν τῷ ἀνθρωπίνῳ σώματι, ὡς, 1) τὸ [[κοίλωμα]] τοῦ [[ὠτός]], Ροῦφ. σ. 26, Πολυδ. Β΄, 86. 2) ἡ [[ἐπιγονατίς]], Πολυδ. Β΄, 188. ΙΙΙ. ἡ [[θήκη]] [[πέριξ]] σφραγῖδος προσηρτημένη εἰς ἔγγραφα, Ἀριστοφ. Σφ. 585· [[ἐντεῦθεν]] [[ἀνακογχυλιάζω]], [[ἀποσφραγίζω]]. ΙV. [[κόγχη]], [[θέσις]] δι’ [[ἄγαλμα]], «ἀχιβάδα», ὡς νῦν ἐν τῷ ἱερῷ τῶν ναῶν, Συλλ. Ἐπιγρ. 4556· ― ὅμοιον κόγχῃ [[κάλυμμα]] (οὐρανὸς) [[ὑπεράνω]] τῆς ἱερᾶς τραπέζης, Βυζ.· [[ἐντεῦθεν]], ἡ ἁψίς, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 446. 3· ἴδε [[τρίκογχος]]. (Πρβλ. [[κόγχος]], [[κογχύλη]], [[κογχύλιον]]· Σανσκρ. ←ankhas, Λατ. concha· [[ὡσαύτως]] [[κόχλος]], [[κοχλίας]], cochlea, καὶ [[ἴσως]] τὸ [[κάλχη]].)
|elnltext=κόγχη -ης, ἡ schelpdier, mossel; schelp. voorwerpen die op een schelp lijken: hoes (om het zegel bij documenten).
}}
{{elru
|elrutext='''κόγχη:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[моллюск в раковине]] (ἰχθύες καὶ κόγχαι Xen.; τὰ [[κρέα]] τῶν κογχῶν Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[раковина]] (двухстворчатая) Arst.;<br /><b class="num">3)</b> «[[раковина]]» (коробочка, в которой хранилась оттиснутая обычно на воске и привешиваемая к документу печать): κ. ἡ τοῖς σημείοισιν ἐποῦσα Arph. раковина, находящаяся на печатях (завещания);<br /><b class="num">4)</b> [[конха]] (мера жидкостей, равная 0.02 л).
}}
}}
{{eles
{{eles
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''κόγχη:''' ἡ,<br /><b class="num">I.</b> μυς ή [[στρείδι]], Λατ. [[concha]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[θήκη]] γύρω από τη [[σφραγίδα]] που προσαρτάται σε τίτλους και έγγραφα, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''κόγχη:''' ἡ,<br /><b class="num">I.</b> μυς ή [[στρείδι]], Λατ. [[concha]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[θήκη]] γύρω από τη [[σφραγίδα]] που προσαρτάται σε τίτλους και έγγραφα, σε Αριστοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κόγχη:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[моллюск в раковине]] (ἰχθύες καὶ κόγχαι Xen.; τὰ [[κρέα]] τῶν κογχῶν Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[раковина]] (двухстворчатая) Arst.;<br /><b class="num">3)</b> «[[раковина]]» (коробочка, в которой хранилась оттиснутая обычно на воске и привешиваемая к документу печать): κ. ἡ τοῖς σημείοισιν ἐποῦσα Arph. раковина, находящаяся на печатях (завещания);<br /><b class="num">4)</b> [[конха]] (мера жидкостей, равная 0.02 л).
|lstext='''κόγχη''': , (ἴδε ἐν τέλ.), τὸ μετὰ διφυοῦς ὀστράκου [[κογχύλιον]], κοινῶς κογχύλι, ἀχιβάδα, Λατ. concha, Σώφρων παρ’ Ἀθην. 86Ε, Ξεν. Ἀν. 5. 3, 8, κτλ.· ἀλλὰ τὸ [[ὄνομα]] ἐγκλείει διάφορα εἴδη (πρβλ. [[χήμη]]), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 4, 6., 5. 15, 20., 9. 37, 28, πρβλ. [[κόγχος]]· ― ἀνέχασκον ἐμφερέστατα ὀπτωμέναις κόγχαισιν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 49· κόγχην διελεῖν, ἐπὶ τοῦ ῥᾳδίως ποιῆσαι, παροιμ., Τηλεκλείδης ἐν «Ἡσιόδοις» 2· κόγχης ἄξιον, δηλ. ἐλαχίστου ἄξιον, εὐτελές, Ἡσύχ., Σουΐδ.· κόγχην προπάροιθεν ἔχειν σωρῶν, παροιμ., προτιμᾶν πενιχρὸν βίον τοῦ σεσωρευμένου πλούτου, Συλλ. Ἐπιγρ. 4582. 2) [[μέτρον]] μικρὸν δι’ [[ὑγρά]], ἀνάλογον πρὸς τὸ παρ’ ἡμῖν «[[κοχλιάριον]] τοῦ γλυκοῦ», Φερεκρ. ἐν «Τυραννίδι» 1. 3, Ἱππ. 493. 19., 570. 40, κτλ. ΙΙ. πᾶν ὅ,τι ὁμοιάζει πρὸς [[κογχύλιον]] (ἀχιβάδα), ἰδίως πᾶσα τοιαύτη [[κοιλότης]] ἐν τῷ ἀνθρωπίνῳ σώματι, ὡς, 1) τὸ [[κοίλωμα]] τοῦ [[ὠτός]], Ροῦφ. σ. 26, Πολυδ. Β΄, 86. 2) ἡ [[ἐπιγονατίς]], Πολυδ. Β΄, 188. ΙΙΙ. ἡ [[θήκη]] ἡ [[πέριξ]] σφραγῖδος προσηρτημένη εἰς ἔγγραφα, Ἀριστοφ. Σφ. 585· [[ἐντεῦθεν]] [[ἀνακογχυλιάζω]], [[ἀποσφραγίζω]]. ΙV. [[κόγχη]], [[θέσις]] δι’ [[ἄγαλμα]], «ἀχιβάδα», ὡς νῦν ἐν τῷ ἱερῷ τῶν ναῶν, Συλλ. Ἐπιγρ. 4556· ― ὅμοιον κόγχῃ [[κάλυμμα]] (οὐρανὸς) [[ὑπεράνω]] τῆς ἱερᾶς τραπέζης, Βυζ.· [[ἐντεῦθεν]], ἡ ἁψίς, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 446. 3· ἴδε [[τρίκογχος]]. (Πρβλ. [[κόγχος]], [[κογχύλη]], [[κογχύλιον]]· Σανσκρ. ←ankhas, Λατ. concha· [[ὡσαύτως]] [[κόχλος]], [[κοχλίας]], cochlea, καὶ [[ἴσως]] τὸ [[κάλχη]].)
}}
{{elnl
|elnltext=κόγχη -ης, ἡ schelpdier, mossel; schelp. voorwerpen die op een schelp lijken: hoes (om het zegel bij documenten).
}}
}}
{{etym
{{etym