σάκκος: Difference between revisions

No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "l’" to "l'")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0858.png Seite 858]] ὁ, nach Thom. Mag. p. 789 u. a. Gramm. mit doppeltem κ dor., wie der Megareer Ar. Ach. 710 [[σάκκος]] sagt, attisch [[σάκος]], wie ib. 787 Lys. 1211 steht; vgl. Lob. Phryn. 257 u. Mein. Men. p. 44. 563; doch findet sich der Unterschied nicht bestätigt, vgl. Krüger zu Xen. An. 4, 5, 36; ein aus Haaren, bes. Ziegenhaaren gemachtes grobes, dickes Zeug, und alles daraus Verfertigte, Sack, Kleid, Ar. a. a. O., Plut.; auch ein Durchschlag od. Seihtuch, bes. um trüben Wein abzuklären, Poll. 10, 75. – Bei Ar. Eccl. 502 heißt komisch so auch ein langer Bart.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0858.png Seite 858]] ὁ, nach Thom. Mag. p. 789 u. a. Gramm. mit doppeltem κ dor., wie der Megareer Ar. Ach. 710 [[σάκκος]] sagt, attisch [[σάκος]], wie ib. 787 Lys. 1211 steht; vgl. Lob. Phryn. 257 u. Mein. Men. p. 44. 563; doch findet sich der Unterschied nicht bestätigt, vgl. Krüger zu Xen. An. 4, 5, 36; ein aus Haaren, bes. Ziegenhaaren gemachtes grobes, dickes Zeug, und alles daraus Verfertigte, Sack, Kleid, Ar. a. a. O., Plut.; auch ein Durchschlag od. Seihtuch, bes. um trüben Wein abzuklären, Poll. 10, 75. – Bei Ar. Eccl. 502 heißt komisch so auch ein langer Bart.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><i>att.</i> [[σάκος]];<br />étoffe grossière de poil de chèvre, <i>d'où</i><br /><b>1</b> manteau grossier;<br /><b>2</b> sac, bourse.<br />'''Étymologie:''' [[σάττω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σάκκος''': ἢ [[σάκος]], ὁ, ἴδε ἐν τέλ.· πρόστυχον [[ὕφασμα]] ἐκ τριχῶν [[μάλιστα]] δὲ ἐξ αἰγείων τριχῶν, Λατ. cilicium, [[σάκκος]] [[τρίχινος]] Ἀποκάλ. ς΄, 12, πρβλ. Ἑβδ. (Ἡσαΐ. Ν΄, 3, Σειρὰχ ΚΕ΄, 17). ΙΙ. τὸ ἐκ τοιούτου ὑφάσματος πεποιημένον: 1) [[σάκκος]], [[σακκίον]], σάκκους τε ἐπ’ ἁμαξέων εὕρισκον Ἡροδ. 9. 80, Ἀριστοφ. Ἀχ. 745, Λυσ. 1211. 2) [[κόσκινον]] λεπτόν, «σῆττα», ἢ [[ἠθμός]], στραγγιστήριον, [[μάλιστα]] τοῦ οἴνου, Ἱππῶναξ 48 (ἴδε Welcker, 42), Πολυδ. Ϛ΄, 19. 3) [[ἔνδυμα]] τραχύ, [[ὅπερ]] ἐνεδύοντο οἱ Ἰουδαῖοι πενθοῦντες, Ἑβδ. (Γένεσ. ΛΖ΄, 34), Εὐαγγ. κ. Λουκ. ι΄, 13, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 2. 12, 5, πρβλ. Πλούτ. 2. 329C· ἀκολούθως λέγεται ἐπὶ τοῦ ἱματισμοῦ τῶν μοναχῶν, Ἐκκλ.· - ἀλλὰ παρὰ Βυζαντίνοις, [[ἐπενδύτης]] στενῶς ἐφαρμοζόμενος εἰς τὸ [[σῶμα]], ὃν ἔφερον οἱ αὐτοκράτορες καὶ οἱ πατριάρχαι. ΙΙΙ. τραχεῖα γενειὰς ὁμοία πρὸς [[ὕφασμα]] τρίχινον, σάκον πρὸς ταῖν γνάθοιν ἔχειν Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 502· πρβλ. [[σακεσφόρος]] ΙΙ. - Λέγεται ὅτι ὁ [[τύπος]] [[σάκος]] [[εἶναι]] [[Ἀττικός]], Αἰλ. Διον. παρ’ Εὐστ. 940. 17, Φρύνιχ. 257, Θωμ. Μάγιστρ. 789, κλπ.· τὸν δὲ τύπον [[σάκκος]] καλεῖ Δωρικὸν ὁ Φρύνιχ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἑλληνικὸν ὁ Μοῖρις καὶ Θωμᾶς Μάγιστρ., κωμικὸν δὲ ὁ Πολυδ. Ζ΄, 191. Ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 822, Ἐκκλ. 502, [[σάκος]] ἀπαιτεῖ τὸ [[μέτρον]], ὡς ἀπαιτεῖ [[σάκκος]] ἐν Ἀχ. 745, καὶ παρ’ Ἱππών. ἔνθ’ ἀνωτ.· τὰ Ἀντίγραφα τοῦ Ἡροδ. ἔχουσι [[σάκκος]]. (Ἴσως ἡ [[λέξις]], ὡς τὸ [[πρᾶγμα]], παρελήφθη ἐκ τῶν Φοινίκων, πρβλ. τὸ Ἐβραϊκὸν saq).
|lstext='''σάκκος''': ἢ [[σάκος]], ὁ, ἴδε ἐν τέλ.· πρόστυχον [[ὕφασμα]] ἐκ τριχῶν [[μάλιστα]] δὲ ἐξ αἰγείων τριχῶν, Λατ. cilicium, [[σάκκος]] [[τρίχινος]] Ἀποκάλ. ς΄, 12, πρβλ. Ἑβδ. (Ἡσαΐ. Ν΄, 3, Σειρὰχ ΚΕ΄, 17). ΙΙ. τὸ ἐκ τοιούτου ὑφάσματος πεποιημένον: 1) [[σάκκος]], [[σακκίον]], σάκκους τε ἐπ’ ἁμαξέων εὕρισκον Ἡροδ. 9. 80, Ἀριστοφ. Ἀχ. 745, Λυσ. 1211. 2) [[κόσκινον]] λεπτόν, «σῆττα», ἢ [[ἠθμός]], στραγγιστήριον, [[μάλιστα]] τοῦ οἴνου, Ἱππῶναξ 48 (ἴδε Welcker, 42), Πολυδ. Ϛ΄, 19. 3) [[ἔνδυμα]] τραχύ, [[ὅπερ]] ἐνεδύοντο οἱ Ἰουδαῖοι πενθοῦντες, Ἑβδ. (Γένεσ. ΛΖ΄, 34), Εὐαγγ. κ. Λουκ. ι΄, 13, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 2. 12, 5, πρβλ. Πλούτ. 2. 329C· ἀκολούθως λέγεται ἐπὶ τοῦ ἱματισμοῦ τῶν μοναχῶν, Ἐκκλ.· - ἀλλὰ παρὰ Βυζαντίνοις, [[ἐπενδύτης]] στενῶς ἐφαρμοζόμενος εἰς τὸ [[σῶμα]], ὃν ἔφερον οἱ αὐτοκράτορες καὶ οἱ πατριάρχαι. ΙΙΙ. τραχεῖα γενειὰς ὁμοία πρὸς [[ὕφασμα]] τρίχινον, σάκον πρὸς ταῖν γνάθοιν ἔχειν Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 502· πρβλ. [[σακεσφόρος]] ΙΙ. - Λέγεται ὅτι ὁ [[τύπος]] [[σάκος]] [[εἶναι]] [[Ἀττικός]], Αἰλ. Διον. παρ’ Εὐστ. 940. 17, Φρύνιχ. 257, Θωμ. Μάγιστρ. 789, κλπ.· τὸν δὲ τύπον [[σάκκος]] καλεῖ Δωρικὸν ὁ Φρύνιχ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἑλληνικὸν ὁ Μοῖρις καὶ Θωμᾶς Μάγιστρ., κωμικὸν δὲ ὁ Πολυδ. Ζ΄, 191. Ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 822, Ἐκκλ. 502, [[σάκος]] ἀπαιτεῖ τὸ [[μέτρον]], ὡς ἀπαιτεῖ [[σάκκος]] ἐν Ἀχ. 745, καὶ παρ’ Ἱππών. ἔνθ’ ἀνωτ.· τὰ Ἀντίγραφα τοῦ Ἡροδ. ἔχουσι [[σάκκος]]. (Ἴσως ἡ [[λέξις]], ὡς τὸ [[πρᾶγμα]], παρελήφθη ἐκ τῶν Φοινίκων, πρβλ. τὸ Ἐβραϊκὸν saq).
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><i>att.</i> [[σάκος]];<br />étoffe grossière de poil de chèvre, <i>d'où</i><br /><b>1</b> manteau grossier;<br /><b>2</b> sac, bourse.<br />'''Étymologie:''' [[σάττω]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR