3,273,735
edits
m (Text replacement - "ἡμᾱς" to "ἡμᾶς") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1439.png Seite 1439]] ὁ, die [[Gefahr]], bes. im Kriege u. vor Gericht; [[μέγας]], [[βαθύς]], Pind. Ol. 1, 81 P. 4, 107 u. öfter; τόν θ' ὑπ' Ἰλίῳ [[σέθεν]] κίνδυνον Aesch. Ag. 857; κίνδυνον περᾶν Ch. 268; κινδύνῳ βαλεῖν τινα, in Gefahr stürzen, Spt. 1019. 1039; κίνδυνον αἴρεσθαι μέγαν Eur. Heracl. 503, sich der Gefahr unterziehen, wie Dem. 60, 20; ἀναλαβέσθαι Her. 3, 69; ὑποδύεσθαι Xen. Cyr. 1, 5, 12; ῥίπτειν Eur. Rhes. 154, gew. ἀναῤῥίπτειν, wie κύβον ἀναῤῥίπτειν, s. das Verbum; ἐπιβάλλειν Plat. Theaet. 173 a; εἰς κίνδυνόν τινα καθιστάναι, in Gefahr setzen, Thuc. 5, 99; ὁ [[κίνδυνος]] αὐτοῖς ἐγένετο περὶ ὅλης τῆς πόλεως Xen. Hell. 7, 1, 7; ἐν κινδύνῳ εἶναι Plat. Theaet. 142 b; εἰς κίνδυνον ἔρχεσθαι Prot. 313 a (wie Xen. Cyr. 1, 4, 8); προϊέναι Theaet. 181 b; auch κίνδυνον κινδυνεύειν, Apol. 34 c; εἰς κίνδυνον ἐμβαίνειν Xen. Cyr. 2, 1, 15; ὑπομεῖναι 1, 2, 1; ὑποδύεσθαι 1, 5, 12. – Κίνδυνός ἐστι mit folgdm inf., es ist Gefahr, es ist zu befürchten, daß, οὐ σμικρὸς κίνδυνός ἐστι ἐξαπατηθῆναι Plat. Crat. 436 b; ἐκ τούτων [[κίνδυνος]] τὴν προγεγονυῖαν [[χάριν]] μειοῦσθαι Xen. Mem. 2, 7, 9; [[κίνδυνος]] ἦν βασανισθῆναι Lys. 13, 28. Aehnl. Eur. πόλιν [[κίνδυνος]] ἔσχε δορὶ πεσεῖν Hec. 4. – Auch = das [[Wagestück]], die kühne Unternehmung, das sich in Gefahr Stürzen. Von Processen, [[κίνδυνος]] [[μέγας]] καὶ δεινὸς ἠγωνίσθη Lys. 2, 34, u. oft bei den Rednern. – Das Wort scheint mit [[κινέω]] oder mit κιδ zusammenzuhangen. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1439.png Seite 1439]] ὁ, die [[Gefahr]], bes. im Kriege u. vor Gericht; [[μέγας]], [[βαθύς]], Pind. Ol. 1, 81 P. 4, 107 u. öfter; τόν θ' ὑπ' Ἰλίῳ [[σέθεν]] κίνδυνον Aesch. Ag. 857; κίνδυνον περᾶν Ch. 268; κινδύνῳ βαλεῖν τινα, in Gefahr stürzen, Spt. 1019. 1039; κίνδυνον αἴρεσθαι μέγαν Eur. Heracl. 503, sich der Gefahr unterziehen, wie Dem. 60, 20; ἀναλαβέσθαι Her. 3, 69; ὑποδύεσθαι Xen. Cyr. 1, 5, 12; ῥίπτειν Eur. Rhes. 154, gew. ἀναῤῥίπτειν, wie κύβον ἀναῤῥίπτειν, s. das Verbum; ἐπιβάλλειν Plat. Theaet. 173 a; εἰς κίνδυνόν τινα καθιστάναι, in Gefahr setzen, Thuc. 5, 99; ὁ [[κίνδυνος]] αὐτοῖς ἐγένετο περὶ ὅλης τῆς πόλεως Xen. Hell. 7, 1, 7; ἐν κινδύνῳ εἶναι Plat. Theaet. 142 b; εἰς κίνδυνον ἔρχεσθαι Prot. 313 a (wie Xen. Cyr. 1, 4, 8); προϊέναι Theaet. 181 b; auch κίνδυνον κινδυνεύειν, Apol. 34 c; εἰς κίνδυνον ἐμβαίνειν Xen. Cyr. 2, 1, 15; ὑπομεῖναι 1, 2, 1; ὑποδύεσθαι 1, 5, 12. – Κίνδυνός ἐστι mit folgdm inf., es ist Gefahr, es ist zu befürchten, daß, οὐ σμικρὸς κίνδυνός ἐστι ἐξαπατηθῆναι Plat. Crat. 436 b; ἐκ τούτων [[κίνδυνος]] τὴν προγεγονυῖαν [[χάριν]] μειοῦσθαι Xen. Mem. 2, 7, 9; [[κίνδυνος]] ἦν βασανισθῆναι Lys. 13, 28. Aehnl. Eur. πόλιν [[κίνδυνος]] ἔσχε δορὶ πεσεῖν Hec. 4. – Auch = das [[Wagestück]], die kühne Unternehmung, das sich in Gefahr Stürzen. Von Processen, [[κίνδυνος]] [[μέγας]] καὶ δεινὸς ἠγωνίσθη Lys. 2, 34, u. oft bei den Rednern. – Das Wort scheint mit [[κινέω]] oder mit κιδ zusammenzuhangen. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> danger, péril;<br /><b>2</b> entreprise hasardeuse.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. controversée. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κίνδῡνος''': ὁ, ἑτερόκλ. δοτ. κίνδῡνι (ὡς ἐξ ὀνομαστ. [[κίνδυν]]) Ἀλκαῖ. 132· (ἀγνώστου ἐτυμολογίας)· ― [[κίνδυνος]], [[τόλμη]], τολμηρὰ [[ἐπιχείρησις]], λατ. periculum, Πινδ. Ο. 1. 130, Ἀριστ. Νεφ. 955, κτλ.· κ. ποιεῖσθαι ἔν τινι, ἴδε ἐν λέξ. Κάρ. 2) ἀφῃρημένως, [[κίνδυνος]], Θέογν. 585, 637· [[ἑπομένως]] ἐπὶ παντὸς εἴδους κινδύνου, κοινὸν τοῖς [[μετέπειτα]] συγγραφεῦσι ([[διότι]] ὁ Ὅμ. καὶ ὁ Ἡσ. δὲν ἔχουσι λέξεις ταύτης τῆς ὁμοταξίας)· κ. γαλέης, [[κίνδυνος]] ἐξ αὐτῆς, Βατραχομυομ. 9· κ. ἀϋτῆς Πινδ. Ν. 9. 83· ὁ κ. τῆς μάχης Θουκ. 2. 71· ― ἀκολούθως ἐν ποικίλαις φράσεσι, κίνδυνον ἀναρρίπτειν, ἐκτίθεσθαι εἰς κίνδυνον (πρβλ. [[ἀναρρίπτω]] ΙΙ)· κ. ἀναβάλλειν Αἰσχύλ. Θήβ. 1028· [[ὡσαύτως]], κίνδυνον ἢ κινδύνους ἀναλαβέσθαι, ὑποδύεσθαι Ἡρόδ. 3. 69, Ξεν. Κύρ. 1. 5, 12· αἴρεσθαι Εὐρ. Ἡρακλ. 504, Ἀντιφῶν 136. 44, Ἀνδοκ. 2. 33· ξυναίρεσθαι Θουκ. 2. 71· ἐγχειρίζεσθαι ὁ αὐτ. 5. 108, κτλ.· ὑπομεῖναι Ξεν. Κύρ. 1. 2, 1· ποιεῖσθαι Ἰσοκ. 304D· [[ὡσαύτως]] κινδύνῳ περιπίπτειν Θουκ. 8. 27· ἐν κινδύνῳ αἰωρεῖσθαι, [[εἶναι]] ὁ αὐτ. 7. 77, κτλ.· ἐς κ. ἐμβαίνειν, ἔρχεσθαι Ξεν. Κύρ. 2. 1, 15, κτλ.· ἐς κ. καταστῆσαί τινα Θουκ. 5. 99· κινδύνῳ βάλλειν τινὰ Αἰσχύλ. Θήβ. 1048· κίνδυνον φέρειν ἢ ἐπιφέρειν τινὶ Αἰσχίν. 74. 24., 77. 5· ― [[κίνδυνος]] καταλαμβάνει τινὰ Δημ. 301, ἐν τέλ.· κ. γίγνεταί τινι περὶ τῆς πόλεως Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 7· ἔνι [[κίνδυνος]] ἐν τῷ πράγματι Ἀριστοφ. Πλ. 348· κίνδυνός ἐστι, μετ’ ἀπαρ., Πινδ. Ν. 8. 35, Λυσ. 132. 19, κτλ.· οὕτω, κ. ἔχει τινά, μετ’ ἀπαρ., Εὐρ. Ἑκ. 5· ― [[κίνδυνος]] ἀσφαλέστερος Ἀντιφῶν 117. 16· κ. ἀνθρώπινοι…, θεῖοι Ἀνδοκ. 18. 14· ― ἐπὶ τῷ [[αὐτοῦ]] κ., μὲ ἴδιόν του κίνδυνον, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 15, 4. | |lstext='''κίνδῡνος''': ὁ, ἑτερόκλ. δοτ. κίνδῡνι (ὡς ἐξ ὀνομαστ. [[κίνδυν]]) Ἀλκαῖ. 132· (ἀγνώστου ἐτυμολογίας)· ― [[κίνδυνος]], [[τόλμη]], τολμηρὰ [[ἐπιχείρησις]], λατ. periculum, Πινδ. Ο. 1. 130, Ἀριστ. Νεφ. 955, κτλ.· κ. ποιεῖσθαι ἔν τινι, ἴδε ἐν λέξ. Κάρ. 2) ἀφῃρημένως, [[κίνδυνος]], Θέογν. 585, 637· [[ἑπομένως]] ἐπὶ παντὸς εἴδους κινδύνου, κοινὸν τοῖς [[μετέπειτα]] συγγραφεῦσι ([[διότι]] ὁ Ὅμ. καὶ ὁ Ἡσ. δὲν ἔχουσι λέξεις ταύτης τῆς ὁμοταξίας)· κ. γαλέης, [[κίνδυνος]] ἐξ αὐτῆς, Βατραχομυομ. 9· κ. ἀϋτῆς Πινδ. Ν. 9. 83· ὁ κ. τῆς μάχης Θουκ. 2. 71· ― ἀκολούθως ἐν ποικίλαις φράσεσι, κίνδυνον ἀναρρίπτειν, ἐκτίθεσθαι εἰς κίνδυνον (πρβλ. [[ἀναρρίπτω]] ΙΙ)· κ. ἀναβάλλειν Αἰσχύλ. Θήβ. 1028· [[ὡσαύτως]], κίνδυνον ἢ κινδύνους ἀναλαβέσθαι, ὑποδύεσθαι Ἡρόδ. 3. 69, Ξεν. Κύρ. 1. 5, 12· αἴρεσθαι Εὐρ. Ἡρακλ. 504, Ἀντιφῶν 136. 44, Ἀνδοκ. 2. 33· ξυναίρεσθαι Θουκ. 2. 71· ἐγχειρίζεσθαι ὁ αὐτ. 5. 108, κτλ.· ὑπομεῖναι Ξεν. Κύρ. 1. 2, 1· ποιεῖσθαι Ἰσοκ. 304D· [[ὡσαύτως]] κινδύνῳ περιπίπτειν Θουκ. 8. 27· ἐν κινδύνῳ αἰωρεῖσθαι, [[εἶναι]] ὁ αὐτ. 7. 77, κτλ.· ἐς κ. ἐμβαίνειν, ἔρχεσθαι Ξεν. Κύρ. 2. 1, 15, κτλ.· ἐς κ. καταστῆσαί τινα Θουκ. 5. 99· κινδύνῳ βάλλειν τινὰ Αἰσχύλ. Θήβ. 1048· κίνδυνον φέρειν ἢ ἐπιφέρειν τινὶ Αἰσχίν. 74. 24., 77. 5· ― [[κίνδυνος]] καταλαμβάνει τινὰ Δημ. 301, ἐν τέλ.· κ. γίγνεταί τινι περὶ τῆς πόλεως Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 7· ἔνι [[κίνδυνος]] ἐν τῷ πράγματι Ἀριστοφ. Πλ. 348· κίνδυνός ἐστι, μετ’ ἀπαρ., Πινδ. Ν. 8. 35, Λυσ. 132. 19, κτλ.· οὕτω, κ. ἔχει τινά, μετ’ ἀπαρ., Εὐρ. Ἑκ. 5· ― [[κίνδυνος]] ἀσφαλέστερος Ἀντιφῶν 117. 16· κ. ἀνθρώπινοι…, θεῖοι Ἀνδοκ. 18. 14· ― ἐπὶ τῷ [[αὐτοῦ]] κ., μὲ ἴδιόν του κίνδυνον, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 15, 4. | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater |