3,273,735
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> danger, péril;<br /><b>2</b> entreprise hasardeuse.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. controversée. | |btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> danger, péril;<br /><b>2</b> entreprise hasardeuse.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. controversée. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=κίνδυνος -ου, ὁ gevaar, risico; in de uitdr. κίνδυνον αἴρεσθαι of ἀναρριπτέειν of ἀναλαμβάνειν of ἀναβάλλειν of ὑποδύεσθαι een risico nemen; bij ww. van gaan + εἰς, ἐπὶ, πρὸς κίνδυνον zich aan gevaar blootstellen, het gevaar tegemoet gaan;. κίνδυνον ὑπομένειν een gevaar trotseren Xen. Cyr. 1.2.1; χώραν κινδύνῳ βάλλειν een gebied in gevaar brengen Aeschl. Sept. 1048; τινὰ εἰς κίνδυνον καθιστάναι iem. in gevaar brengen Thuc. 5.99. vaste uitdr.: κίνδυνός ἐστι met inf. het gevaar bestaat dat; κίνδυνος ἔχει met acc. en inf. het gevaar om te... dreigt (voor):. πόλιν κίνδυνος ἔσχε δορὶ πεσεῖν Ἑλληνικῷ de stad dreigde te vallen door het Griekse leger Eur. Hec. 5. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κίνδῡνος:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[опасность]] (ἐν κινδύνοις εἶναι Dem.; κινδύνῳ [[βαλεῖν]] τινα Aesch., ἐς κίνδυνον καθιστάναι τινά Thuc. и κινδύνους (ἐπι)φέρειν τινί Aeschin.): κίνδυνον ἀναλαβέσθαι Her. (ὑποδύεσθαι Xen., ξυναίρεσθαι или ἐγχειρίζεσθαι Thuc., αἴρεσθαι Eur., Dem. или ποιεῖσθαι Isocr.), ἐς κίνδυνον ἔρχεσθαι или ἐμβαίνειν Xen., κινδύνῳ περιπίπτειν Thuc. подвергать себя или подвергаться опасности; πάντα κίνδυνον [[ὑπομεῖναι]] Xen. идти на любую опасность; κ. γίγνεταί τινι Xen. и κ. καταλαμβάνει τινά Dem. (это) угрожает кому-л.; σοὶ κ. ἦν βασανισθῆναι Lys. тебе угрожала опасность подвергнуться допросу; Φρυγῶν πόλιν κ. ἔσχε δορὶ [[πεσεῖν]] Ἑλληνικῷ Eur. над городом фригийцев нависла опасность пасть от греческого оружия; κίνδυνον διαλύειν Dem. устранить опасность;<br /><b class="num">2)</b> [[рискованное предприятие]], [[смелый поступок]]: κινδύνου τοῦ ταχίστου προσδεῖται Thuc. необходим немедленный и решительный шаг;<br /><b class="num">3)</b> [[решительная борьба]] ([[μέγας]] καὶ δεινὸς κ. ἠγωνίσθη Lys.). | |||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
Line 34: | Line 37: | ||
|lsmtext='''κίνδῡνος:''' ὁ, [[κίνδυνος]], [[τόλμη]], τολμηρή [[επιχείρηση]], Λατ. [[periculum]], σε Πίνδ., Αριστοφ. κ.λπ.· <i>κίνδυνον ἀναρρίπτειν</i>, εκτίθεμαι σε κίνδυνο, σε Ηρόδ. κ.λπ.· <i>κίνδυνον</i> ή <i>κινδύνους</i>, <i>ἀναλαβέσθαι</i>, <i>ὑποδύεσθαι</i>, αἴρεσθαι [[ὑπομεῖναι]] κ.λπ., σε Αττ. | |lsmtext='''κίνδῡνος:''' ὁ, [[κίνδυνος]], [[τόλμη]], τολμηρή [[επιχείρηση]], Λατ. [[periculum]], σε Πίνδ., Αριστοφ. κ.λπ.· <i>κίνδυνον ἀναρρίπτειν</i>, εκτίθεμαι σε κίνδυνο, σε Ηρόδ. κ.λπ.· <i>κίνδυνον</i> ή <i>κινδύνους</i>, <i>ἀναλαβέσθαι</i>, <i>ὑποδύεσθαι</i>, αἴρεσθαι [[ὑπομεῖναι]] κ.λπ., σε Αττ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''κίνδῡνος''': ὁ, ἑτερόκλ. δοτ. κίνδῡνι (ὡς ἐξ ὀνομαστ. [[κίνδυν]]) Ἀλκαῖ. 132· (ἀγνώστου ἐτυμολογίας)· ― [[κίνδυνος]], [[τόλμη]], τολμηρὰ [[ἐπιχείρησις]], λατ. periculum, Πινδ. Ο. 1. 130, Ἀριστ. Νεφ. 955, κτλ.· κ. ποιεῖσθαι ἔν τινι, ἴδε ἐν λέξ. Κάρ. 2) ἀφῃρημένως, [[κίνδυνος]], Θέογν. 585, 637· [[ἑπομένως]] ἐπὶ παντὸς εἴδους κινδύνου, κοινὸν τοῖς [[μετέπειτα]] συγγραφεῦσι ([[διότι]] ὁ Ὅμ. καὶ ὁ Ἡσ. δὲν ἔχουσι λέξεις ταύτης τῆς ὁμοταξίας)· κ. γαλέης, [[κίνδυνος]] ἐξ αὐτῆς, Βατραχομυομ. 9· κ. ἀϋτῆς Πινδ. Ν. 9. 83· ὁ κ. τῆς μάχης Θουκ. 2. 71· ― ἀκολούθως ἐν ποικίλαις φράσεσι, κίνδυνον ἀναρρίπτειν, ἐκτίθεσθαι εἰς κίνδυνον (πρβλ. [[ἀναρρίπτω]] ΙΙ)· κ. ἀναβάλλειν Αἰσχύλ. Θήβ. 1028· [[ὡσαύτως]], κίνδυνον ἢ κινδύνους ἀναλαβέσθαι, ὑποδύεσθαι Ἡρόδ. 3. 69, Ξεν. Κύρ. 1. 5, 12· αἴρεσθαι Εὐρ. Ἡρακλ. 504, Ἀντιφῶν 136. 44, Ἀνδοκ. 2. 33· ξυναίρεσθαι Θουκ. 2. 71· ἐγχειρίζεσθαι ὁ αὐτ. 5. 108, κτλ.· ὑπομεῖναι Ξεν. Κύρ. 1. 2, 1· ποιεῖσθαι Ἰσοκ. 304D· [[ὡσαύτως]] κινδύνῳ περιπίπτειν Θουκ. 8. 27· ἐν κινδύνῳ αἰωρεῖσθαι, [[εἶναι]] ὁ αὐτ. 7. 77, κτλ.· ἐς κ. ἐμβαίνειν, ἔρχεσθαι Ξεν. Κύρ. 2. 1, 15, κτλ.· ἐς κ. καταστῆσαί τινα Θουκ. 5. 99· κινδύνῳ βάλλειν τινὰ Αἰσχύλ. Θήβ. 1048· κίνδυνον φέρειν ἢ ἐπιφέρειν τινὶ Αἰσχίν. 74. 24., 77. 5· ― [[κίνδυνος]] καταλαμβάνει τινὰ Δημ. 301, ἐν τέλ.· κ. γίγνεταί τινι περὶ τῆς πόλεως Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 7· ἔνι [[κίνδυνος]] ἐν τῷ πράγματι Ἀριστοφ. Πλ. 348· κίνδυνός ἐστι, μετ’ ἀπαρ., Πινδ. Ν. 8. 35, Λυσ. 132. 19, κτλ.· οὕτω, κ. ἔχει τινά, μετ’ ἀπαρ., Εὐρ. Ἑκ. 5· ― [[κίνδυνος]] ἀσφαλέστερος Ἀντιφῶν 117. 16· κ. ἀνθρώπινοι…, θεῖοι Ἀνδοκ. 18. 14· ― ἐπὶ τῷ [[αὐτοῦ]] κ., μὲ ἴδιόν του κίνδυνον, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 15, 4. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym |