ἐπιστύλιον: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(==Translations==)(?s)(\n)(.*)($)" to "{{trml |trtx=$3 }}")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 13: Line 13:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0986.png Seite 986]] τό, der unmittelbar auf den Säulen ruhende Unterbalken, Architrav, Plut. Pericl. 13; Vitr. 3, 5 u. sonst; vielleicht übh. Gebälk.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0986.png Seite 986]] τό, der unmittelbar auf den Säulen ruhende Unterbalken, Architrav, Plut. Pericl. 13; Vitr. 3, 5 u. sonst; vielleicht übh. Gebälk.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br /><i>t. d’arch.</i> épistyle, architrave, entablement.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], στύλος.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιστύλιον''': τό, ([[στῦλος]]) ἐν τῇ ξυλοδρομίᾳ [[εἶναι]] ἡ δοκὸς ἡ κειμένη ἐπὶ τῶν στύλων, ἐν δὲ τῇ λιθοδρομίᾳ τὸ κατώτερον [[μέρος]] τοῦ θριγκοῦ τὸ ἐπὶ τῶν κιονοκράνων στηριζόμενον, Συλλ. Ἐπιγρ. 160. 36, 2751-3, Πλουτ. Περικλ. 13· καθελὼν ἀπὸ τῶν ἐπιστηλίων Ἀριστ. Ἀθην. Πολιτ. σ. 68. 12 (ἔκδ. Blass)· ― «κίονες διεστάθησαν ξύλινοι… ἐφ’ ὧν [[ἐπιστύλιον]] καθηρμόσθη τετράγωνον [[ὑπερεῖδον]] τὴν σύμπασαν τοῦ συμποσίου στέγην» Ἀθήν. 196Β, 205Ε. Βιτρούβ.: ― [[ὡσαύτως]], ἐπιστῡλίς, ίδος, ἡ, Φίλων 1. 666· καὶ ἐπίστῡλον, τό, Γεωπ. 14. 6, 6.
|lstext='''ἐπιστύλιον''': τό, ([[στῦλος]]) ἐν τῇ ξυλοδρομίᾳ [[εἶναι]] ἡ δοκὸς ἡ κειμένη ἐπὶ τῶν στύλων, ἐν δὲ τῇ λιθοδρομίᾳ τὸ κατώτερον [[μέρος]] τοῦ θριγκοῦ τὸ ἐπὶ τῶν κιονοκράνων στηριζόμενον, Συλλ. Ἐπιγρ. 160. 36, 2751-3, Πλουτ. Περικλ. 13· καθελὼν ἀπὸ τῶν ἐπιστηλίων Ἀριστ. Ἀθην. Πολιτ. σ. 68. 12 (ἔκδ. Blass)· ― «κίονες διεστάθησαν ξύλινοι… ἐφ’ ὧν [[ἐπιστύλιον]] καθηρμόσθη τετράγωνον [[ὑπερεῖδον]] τὴν σύμπασαν τοῦ συμποσίου στέγην» Ἀθήν. 196Β, 205Ε. Βιτρούβ.: ― [[ὡσαύτως]], ἐπιστῡλίς, ίδος, ἡ, Φίλων 1. 666· καὶ ἐπίστῡλον, τό, Γεωπ. 14. 6, 6.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br /><i>t. d’arch.</i> épistyle, architrave, entablement.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], στύλος.
}}
}}
{{lsm
{{lsm