κρήνη: Difference between revisions

No change in size ,  1 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
mNo edit summary
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1507.png Seite 1507]] ἡ, dor. [[κράνα]], der <b class="b2">Quell, </b>die [[Quelle]]; Il. 9, 14; [[μελάνυδρος]] 16, 3; [[καλλιρέεθρος]] Od. 10, 107, öfter; Παρνασοῦ [[κράνα]] [[Κασταλία]] Pind. P. 1, 39; [[ἀείρυτος]] Soph. O. C. 471, öfter, wie Eur.; ποταμοὺς καὶ κρήνας ποιεῖ Plat. Phaed. 112 c; im Ggstz von [[φρέαρ]], Spring, [[Springbrunnen]], Thuc. 2, 48; [[πότιμος]] Pol. 34, 9, 15 (vgl. κροῦνος). – Die Alten leiten es von [[κεράννυμι]] her.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1507.png Seite 1507]] ἡ, dor. [[κράνα]], der <b class="b2">Quell, </b>die [[Quelle]]; Il. 9, 14; [[μελάνυδρος]] 16, 3; [[καλλιρέεθρος]] Od. 10, 107, öfter; Παρνασοῦ [[κράνα]] [[Κασταλία]] Pind. P. 1, 39; [[ἀείρυτος]] Soph. O. C. 471, öfter, wie Eur.; ποταμοὺς καὶ κρήνας ποιεῖ Plat. Phaed. 112 c; im Ggstz von [[φρέαρ]], Spring, [[Springbrunnen]], Thuc. 2, 48; [[πότιμος]] Pol. 34, 9, 15 (vgl. κροῦνος). – Die Alten leiten es von [[κεράννυμι]] her.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />source, fontaine.<br />'''Étymologie:''' p. *κράσνα, de la R. Καρ, Κερ, mélanger, agiter, litt. « eau agitée ».
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κρήνη''': Δωρ. [[κράνα]], ἡ, = κρουνὸς (ὃ ἴδε), [[πηγή]], [[βρύσις]], Λατ. fons, [[μελάνυδρος]], [[καλλιρέεθρος]] Ἰλ. Π. 3, Ὀδ. Κ. 107, κτλ.· οὕτω παρὰ Πινδ. καὶ Ἀττ.· ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ [[φρέαρ]] (ὃ ἴδε), Ἡρόδ. 4. 120, Θουκ. 2. 48· ἐμπλησαμένη τὴν ὑδρίαν… ἀπὸ κρήνης Ἀριστοφ. Λυσ. 328· κρ. οἴνου Εὐρ. Βάκχ. 707· ‒ παρὰ ποιηταῖς ἐν χρήσει κατὰ πληθ., ὡς τὸ πηγαί, μὲ τὴν σημασίαν [[ὕδωρ]], ὕδατα, Σοφ. Ο. Κ. 686, Ἀντ. 844· ἐν Ἑλλάδι αἱ κρῆναι διετέλουν ὑπὸ τὴν φροντίδα ἰδίων ἐπιμελητῶν (κρηνῶν ἐπιμεληταί), Ἀριστ. Πολιτικ. 6. 8. 5. (Ἴσως ἐκ τοῦ [[κάρα]], κάρηνον, πρβλ. τὸ Λατ. caput aquae, τὰ νῦν «κεφαλάρι»).
|lstext='''κρήνη''': Δωρ. [[κράνα]], ἡ, = κρουνὸς (ὃ ἴδε), [[πηγή]], [[βρύσις]], Λατ. fons, [[μελάνυδρος]], [[καλλιρέεθρος]] Ἰλ. Π. 3, Ὀδ. Κ. 107, κτλ.· οὕτω παρὰ Πινδ. καὶ Ἀττ.· ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ [[φρέαρ]] (ὃ ἴδε), Ἡρόδ. 4. 120, Θουκ. 2. 48· ἐμπλησαμένη τὴν ὑδρίαν… ἀπὸ κρήνης Ἀριστοφ. Λυσ. 328· κρ. οἴνου Εὐρ. Βάκχ. 707· ‒ παρὰ ποιηταῖς ἐν χρήσει κατὰ πληθ., ὡς τὸ πηγαί, μὲ τὴν σημασίαν [[ὕδωρ]], ὕδατα, Σοφ. Ο. Κ. 686, Ἀντ. 844· ἐν Ἑλλάδι αἱ κρῆναι διετέλουν ὑπὸ τὴν φροντίδα ἰδίων ἐπιμελητῶν (κρηνῶν ἐπιμεληταί), Ἀριστ. Πολιτικ. 6. 8. 5. (Ἴσως ἐκ τοῦ [[κάρα]], κάρηνον, πρβλ. τὸ Λατ. caput aquae, τὰ νῦν «κεφαλάρι»).
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />source, fontaine.<br />'''Étymologie:''' p. *κράσνα, de la R. Καρ, Κερ, mélanger, agiter, litt. « eau agitée ».
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth