3,274,916
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=ης (ἡ) :<br />source, fontaine.<br />'''Étymologie:''' p. *κράσνα, de la R. Καρ, Κερ, mélanger, agiter, litt. « eau agitée ». | |btext=ης (ἡ) :<br />source, fontaine.<br />'''Étymologie:''' p. *κράσνα, de la R. Καρ, Κερ, mélanger, agiter, litt. « eau agitée ». | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=κρήνη -ης, ἡ, Dor. κράνα [~ κρουνός?] bron, fontein:. κρῆναι ἀμβρόσιαι χέονται er stromen onsterfelijke bronnen Eur. Hipp. 748. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κρήνη:''' дор. [[κράνα|κράνᾱ]] (ρᾱ) ἡ родник, источник, ключ ([[μελάνυδρος]], [[καλλιρέεθρος]] Hom.; [[ἀείρυτος]] Soph.): Παρνασοῦ [[κράνα]] [[Κασταλία]] Pind. Кастальский ключ Парнаса; κρηνῶν ἐπιμεληταί Arst. смотрители источников. | |||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
Line 28: | Line 31: | ||
|lsmtext='''κρήνη:''' Δωρ. [[κράνα]], ἡ, [[πηγάδι]], [[κρήνη]], [[βρύση]], [[πηγή]], Λατ. [[fons]], σε Ομηρ. κ.λπ.· αντίθ. προς το [[φρέαρ]] ([[δεξαμενή]]), σε Ηρόδ., Θουκ.· οι ποιητές το χρησιμ. στον πληθ. για το [[νερό]], σε Σοφ. | |lsmtext='''κρήνη:''' Δωρ. [[κράνα]], ἡ, [[πηγάδι]], [[κρήνη]], [[βρύση]], [[πηγή]], Λατ. [[fons]], σε Ομηρ. κ.λπ.· αντίθ. προς το [[φρέαρ]] ([[δεξαμενή]]), σε Ηρόδ., Θουκ.· οι ποιητές το χρησιμ. στον πληθ. για το [[νερό]], σε Σοφ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''κρήνη''': Δωρ. [[κράνα]], ἡ, = κρουνὸς (ὃ ἴδε), [[πηγή]], [[βρύσις]], Λατ. fons, [[μελάνυδρος]], [[καλλιρέεθρος]] Ἰλ. Π. 3, Ὀδ. Κ. 107, κτλ.· οὕτω παρὰ Πινδ. καὶ Ἀττ.· ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ [[φρέαρ]] (ὃ ἴδε), Ἡρόδ. 4. 120, Θουκ. 2. 48· ἐμπλησαμένη τὴν ὑδρίαν… ἀπὸ κρήνης Ἀριστοφ. Λυσ. 328· κρ. οἴνου Εὐρ. Βάκχ. 707· ‒ παρὰ ποιηταῖς ἐν χρήσει κατὰ πληθ., ὡς τὸ πηγαί, μὲ τὴν σημασίαν [[ὕδωρ]], ὕδατα, Σοφ. Ο. Κ. 686, Ἀντ. 844· ἐν Ἑλλάδι αἱ κρῆναι διετέλουν ὑπὸ τὴν φροντίδα ἰδίων ἐπιμελητῶν (κρηνῶν ἐπιμεληταί), Ἀριστ. Πολιτικ. 6. 8. 5. (Ἴσως ἐκ τοῦ [[κάρα]], κάρηνον, πρβλ. τὸ Λατ. caput aquae, τὰ νῦν «κεφαλάρι»). | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym |