3,274,216
edits
m (Text replacement - " (<span class="sense"><span class="bld">A</span> " to " <span class="sense"><span class="bld">A</span> (") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0276.png Seite 276]] ἡ, ion. u. poet. ξεινία, Her. 3, 39 auch ξεινηΐη, [[varia lectio|v.l.]], 1) [[Gastfreundschaft]], Gastrecht; μίξεσθαι ξενίῃ, Od. 24, 314, wie ἀγαθῇ ξενίῃ 286, die Bewirthung, gastliche Aufnahme; [[πέποιθα]] ξενίᾳ προσάνεϊ Θώρακος, Pind. P. 10, 64; ἐλθόντες ἐπὶ ξενίαν, N. 10, 49; auch im plur., χαίροντες ξενίαις πανδόκοις, Ol. 4, 17; μὴ πρὸς ξενίας, Soph. O. C. 517; ξενίαν κατῄσχυνε, Eur. Rhes. 842 (vgl. [[ξένιος]]); in Prosa; Ἴωσι ξεινίην συνεθήκατο, er schloß mit ihnen Gastfreundschaft, Her. 1, 27. 3, 39. 7, 116; Thuc. 8, 6 u. Folgde; ἐπὶ ξενίᾳ καλεῖν, einladen zur Bewirthung, wo eigtl. τραπέζῃ zu ergänzen scheint, Xen. An. 7, 6, 3; Sp., ἀνανεώσασθαι τὰς πατρικὰς φιλανθρωπίας καὶ ξενίας, Pol. 33, 16, 2. – 2) Zustand eines Fremden, im Ggstz zum Bürger; ξενίας φεύγειν, als ein Fremder, der sich für einen Bürger ausgegeben hat, angeklagt werden, Ar. vesp. 718; τῆς ξενίας ἁλίσκεσθαι, Dem. 24, 181; ξενίας ἀγωνισάμενος, Lys. 13, 60; ξενίας φεύγειν Is. 3, 37; Luc. oft. – S. auch [[ξένιος]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0276.png Seite 276]] ἡ, ion. u. poet. ξεινία, Her. 3, 39 auch ξεινηΐη, [[varia lectio|v.l.]], 1) [[Gastfreundschaft]], Gastrecht; μίξεσθαι ξενίῃ, Od. 24, 314, wie ἀγαθῇ ξενίῃ 286, die Bewirthung, gastliche Aufnahme; [[πέποιθα]] ξενίᾳ προσάνεϊ Θώρακος, Pind. P. 10, 64; ἐλθόντες ἐπὶ ξενίαν, N. 10, 49; auch im plur., χαίροντες ξενίαις πανδόκοις, Ol. 4, 17; μὴ πρὸς ξενίας, Soph. O. C. 517; ξενίαν κατῄσχυνε, Eur. Rhes. 842 (vgl. [[ξένιος]]); in Prosa; Ἴωσι ξεινίην συνεθήκατο, er schloß mit ihnen Gastfreundschaft, Her. 1, 27. 3, 39. 7, 116; Thuc. 8, 6 u. Folgde; ἐπὶ ξενίᾳ καλεῖν, einladen zur Bewirthung, wo eigtl. τραπέζῃ zu ergänzen scheint, Xen. An. 7, 6, 3; Sp., ἀνανεώσασθαι τὰς πατρικὰς φιλανθρωπίας καὶ ξενίας, Pol. 33, 16, 2. – 2) Zustand eines Fremden, im Ggstz zum Bürger; ξενίας φεύγειν, als ein Fremder, der sich für einen Bürger ausgegeben hat, angeklagt werden, Ar. vesp. 718; τῆς ξενίας ἁλίσκεσθαι, Dem. 24, 181; ξενίας ἀγωνισάμενος, Lys. 13, 60; ξενίας φεύγειν Is. 3, 37; Luc. oft. – S. auch [[ξένιος]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> qualité d'étranger;<br /><b>2</b> liens <i>ou</i> droit réciproque d'hospitalité : τινός avec qqn ; ξενίαν συντίθεσθαί τινι HDT former des liens d'hospitalité (avec qqn) ; hospitalité, accueil hospitalier : ἐπὶ ξενίᾳ καλεῖν XÉN, ἐπὶ ξενίαν καλεῖν τινα DÉM convier qqn à accepter l'hospitalité.<br />'''Étymologie:''' fém. de [[ξένιος]], employé subst., v. [[ξένιος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ξενία''': ἡ, Ἐπικ. ξενίη Ὀδ., Ἰων. ξεινίη, οὐχὶ (ὥς τινα τῶν Ἀντιγράφ.) ξεινηίη, Ἡρόδ.· ([[ξένος]])· ― ἡ [[κατάστασις]] καὶ τὰ δικαιώματα τοῦ ξενιζομένου, [[φιλοξενία]], φιλικὴ [[ὑποδοχή]], Λατιν. hospitium, δώροισιν ἀμειψάμενος... καὶ ξενίῃ ἀγαθῇ Ὀδ. Ω. 286· μίξεσθαι ξενίῃ ἠδ’ ἀγλαὰ δῶρα διδώσειν [[αὐτόθι]] 314· κατὰ ξεινίην, [[χάριν]] φιλοξενίας, hospitii causa, Ἡρόδ. 2. 182· ἐλθόντος ἐπὶ ξενίαν, ὡς φίλου, Πινδ. Ν. 10. 92· ἐπὶ ξενίαν καλεῖν, παρακαλεῖν Δημ. 81. 20, Διοδ. Ἐκλογ. 618. 12· ([[οὕτως]], ἐπὶ ξένια καλεῖν, ἴδε ἐν λέξει [[ξένιος]] Ι. 2· ἐπὶ ξενισμὸν Συλλ. Ἐπιγρ. 2349)· ἡ [[φράσις]]: ἐπὶ ξενίᾳ καλεῖν, ἂν καὶ συχνὴ ἐν τοῖς Ἀντιγράφ., ὡς ἐν Ξεν. Πόρ. 3, 4, διάφ. γραφ. Δημ. ἔνθ’ ἀνωτ., Διον. Ἁλ. 1. 40, [[εἶναι]] [[ἴσως]] ἡμαρτημ. ἀντὶ ἐπὶ ξενίαν ἢ ἐπὶ ξένια, Cobet V. LL. σ. 81, 248· ― ἐν τῷ πληθ., Πινδ. Ο. 4. 25, Ἀνδοκ. 19. 2. 2) φιλικὴ [[σχέσις]] μεταξὺ δύο ξένων ἢ μεταξὺ προσώπου τινὸς καὶ ξένης πρὸς αὐτὸ πόλεως (πρβλ. [[πρόξενος]]), ξεινίην τινὶ συντίθεσθαι, Λατ. hospitium facere cum aliquo, Ἡρόδ. 1. 27., 3, 39· ξ. τοῖσι Ἀκανθίοισι προεῖπε 7. 116· ἐποιήσαντο ὅρκια ξεινίης πέρι καὶ συμμαχίης 1. 69· διαλύεσθαι τὴν ξειν. 4. 154· τὰς παλαιὰς ξενίας ἀνανεώσασθαι Ἰσοκρ. 49C· κατὰ τὴν ξ., [[ἕνεκα]] τῶν φιλικῶν αὐτῶν σχέσεων, Θουκ. 8. 6· διὰ τὴν ξ. Πλούτ. 2. 816Α· πρὸς ξ. τᾶς σᾶς, διὰ τῆς πρὸς ἡμᾶς φιλίας σου, Σοφ. Ο. Κ. 515· ξ. τινός, μετά τινος, Δημ. 242. 20· φιλίαν καὶ ξ. ὁ αὐτ. 320. 11. 3) ἡ [[κατάστασις]], ἢ ἡ [[ἔλλειψις]] δικαιωμάτων τοῦ ξένου, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν κατάστασιν καὶ τὰ δικαιώματα τοῦ πολίτου, γραφὴ ξενίας, ἀγωγὴ [[ἐναντίον]] ξένου σφετερισθέντος δικαιώματα πολίτου, Δημ. 1481. 18· οὕτω, ξενίας φεύγειν (ἐξυπ. γραφήν), καταγγέλεσθαι, Ἀριστοφ. Σφ. 718· ἀγωνίζεσθαι Λυσ. 135. 20· ξενίας ἁλίσκεσθαι Δημ. 741. 19· ξενίας γράψασθαί τινα ὁ αὐτ. 1020. 23. | |lstext='''ξενία''': ἡ, Ἐπικ. ξενίη Ὀδ., Ἰων. ξεινίη, οὐχὶ (ὥς τινα τῶν Ἀντιγράφ.) ξεινηίη, Ἡρόδ.· ([[ξένος]])· ― ἡ [[κατάστασις]] καὶ τὰ δικαιώματα τοῦ ξενιζομένου, [[φιλοξενία]], φιλικὴ [[ὑποδοχή]], Λατιν. hospitium, δώροισιν ἀμειψάμενος... καὶ ξενίῃ ἀγαθῇ Ὀδ. Ω. 286· μίξεσθαι ξενίῃ ἠδ’ ἀγλαὰ δῶρα διδώσειν [[αὐτόθι]] 314· κατὰ ξεινίην, [[χάριν]] φιλοξενίας, hospitii causa, Ἡρόδ. 2. 182· ἐλθόντος ἐπὶ ξενίαν, ὡς φίλου, Πινδ. Ν. 10. 92· ἐπὶ ξενίαν καλεῖν, παρακαλεῖν Δημ. 81. 20, Διοδ. Ἐκλογ. 618. 12· ([[οὕτως]], ἐπὶ ξένια καλεῖν, ἴδε ἐν λέξει [[ξένιος]] Ι. 2· ἐπὶ ξενισμὸν Συλλ. Ἐπιγρ. 2349)· ἡ [[φράσις]]: ἐπὶ ξενίᾳ καλεῖν, ἂν καὶ συχνὴ ἐν τοῖς Ἀντιγράφ., ὡς ἐν Ξεν. Πόρ. 3, 4, διάφ. γραφ. Δημ. ἔνθ’ ἀνωτ., Διον. Ἁλ. 1. 40, [[εἶναι]] [[ἴσως]] ἡμαρτημ. ἀντὶ ἐπὶ ξενίαν ἢ ἐπὶ ξένια, Cobet V. LL. σ. 81, 248· ― ἐν τῷ πληθ., Πινδ. Ο. 4. 25, Ἀνδοκ. 19. 2. 2) φιλικὴ [[σχέσις]] μεταξὺ δύο ξένων ἢ μεταξὺ προσώπου τινὸς καὶ ξένης πρὸς αὐτὸ πόλεως (πρβλ. [[πρόξενος]]), ξεινίην τινὶ συντίθεσθαι, Λατ. hospitium facere cum aliquo, Ἡρόδ. 1. 27., 3, 39· ξ. τοῖσι Ἀκανθίοισι προεῖπε 7. 116· ἐποιήσαντο ὅρκια ξεινίης πέρι καὶ συμμαχίης 1. 69· διαλύεσθαι τὴν ξειν. 4. 154· τὰς παλαιὰς ξενίας ἀνανεώσασθαι Ἰσοκρ. 49C· κατὰ τὴν ξ., [[ἕνεκα]] τῶν φιλικῶν αὐτῶν σχέσεων, Θουκ. 8. 6· διὰ τὴν ξ. Πλούτ. 2. 816Α· πρὸς ξ. τᾶς σᾶς, διὰ τῆς πρὸς ἡμᾶς φιλίας σου, Σοφ. Ο. Κ. 515· ξ. τινός, μετά τινος, Δημ. 242. 20· φιλίαν καὶ ξ. ὁ αὐτ. 320. 11. 3) ἡ [[κατάστασις]], ἢ ἡ [[ἔλλειψις]] δικαιωμάτων τοῦ ξένου, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν κατάστασιν καὶ τὰ δικαιώματα τοῦ πολίτου, γραφὴ ξενίας, ἀγωγὴ [[ἐναντίον]] ξένου σφετερισθέντος δικαιώματα πολίτου, Δημ. 1481. 18· οὕτω, ξενίας φεύγειν (ἐξυπ. γραφήν), καταγγέλεσθαι, Ἀριστοφ. Σφ. 718· ἀγωνίζεσθαι Λυσ. 135. 20· ξενίας ἁλίσκεσθαι Δημ. 741. 19· ξενίας γράψασθαί τινα ὁ αὐτ. 1020. 23. | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater |