3,277,243
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> qualité d'étranger;<br /><b>2</b> liens <i>ou</i> droit réciproque d'hospitalité : τινός avec qqn ; ξενίαν συντίθεσθαί τινι HDT former des liens d'hospitalité (avec qqn) ; hospitalité, accueil hospitalier : ἐπὶ ξενίᾳ καλεῖν XÉN, ἐπὶ ξενίαν καλεῖν τινα DÉM convier qqn à accepter l'hospitalité.<br />'''Étymologie:''' fém. de [[ξένιος]], employé subst., v. [[ξένιος]]. | |btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> qualité d'étranger;<br /><b>2</b> liens <i>ou</i> droit réciproque d'hospitalité : τινός avec qqn ; ξενίαν συντίθεσθαί τινι HDT former des liens d'hospitalité (avec qqn) ; hospitalité, accueil hospitalier : ἐπὶ ξενίᾳ καλεῖν XÉN, ἐπὶ ξενίαν καλεῖν τινα DÉM convier qqn à accepter l'hospitalité.<br />'''Étymologie:''' fém. de [[ξένιος]], employé subst., v. [[ξένιος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ξενία:''' ион. ξεινίη, эп. [[ξενίη]] ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[гостеприимство]], [[радушный прием]] (ἑτοιμάζειν τινὶ ξενίαν NT): μίξεσθαι ξενίῃ Hom. быть связанным узами взаимного гостеприимства; κατὰ ξεινίην Her. в знак уз взаимного гостеприимства, т. е. на память о дружбе; ἐπὶ ξενίαν [[ἐλθεῖν]] Pind. прийти в качестве гостя; Ἴωσι ξεινίην συνεθήκατο Her. (Крез) заключил с ионянами союз дружбы; ἐπὶ ξενίαν καλεῖν τινα Xen. позвать кого-л. в гости;<br /><b class="num">2)</b> [[положение чужеземца]], [[иностранное гражданство]]: ξενίας (sc. γραφήν) φεύγειν Arph., ἀγωνίζεσθαι Lys. или ἁλίσκεσθαι и γράψασθαι Dem. (о чужеземце) обвиняться в присвоении (себе) гражданских прав; γραφὴ ξενίας Dem. обвинение (иностранца) в присвоении себе прав гражданства;<br /><b class="num">3)</b> (sc. γῆ) чужая сторона, чужбина: ἐπὶ ξενίας Plat. в чужой стране. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 30: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ξενία:''' ἡ, Επικ. ξενίη, Ιων. [[ξεινίη]] ([[ξένος]])·<br /><b class="num">1.</b> τα δίκαια, τα δικαιώματα του φιλοξενουμένου, [[φιλοξενία]], φιλική [[περιποίηση]] ή [[υποδοχή]], Λατ. [[hospitium]], σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> φιλική [[σχέση]] [[μεταξύ]] [[δύο]] [[ξένων]] ή [[μεταξύ]] ενός ατόμου και μιας ξένης πολιτείας (πρβλ. [[πρόξενος]]), <i>ξεινίην τινὶ συντίθεσθαι</i>, Λατ. [[hospitium]] facere [[cum]] [[aliquo]], σε Ηρόδ.· <i>κατὰ τὴν ξενίαν</i>, εξαιτίας των φιλικών τους σχέσεων, σε Θουκ.· πρὸςξενίας [[τᾶς]] σᾶς, λόγω της [[φιλίας]] [[σου]] μαζί μας, σε Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> κοινωνική [[θέση]] ή [[έλλειψη]] προνομίων και δικαιωμάτων ενός ξένου σε αντίθ. προς την κοινωνική [[θέση]] και τα δικαιώματα του πολίτη, <i>ξενίας φεύγειν</i> (ενν. <i>γραφήν</i>), καταγγέλλομαι, εγκαλούμαι ως [[ξένος]], σε Αριστοφ. | |lsmtext='''ξενία:''' ἡ, Επικ. ξενίη, Ιων. [[ξεινίη]] ([[ξένος]])·<br /><b class="num">1.</b> τα δίκαια, τα δικαιώματα του φιλοξενουμένου, [[φιλοξενία]], φιλική [[περιποίηση]] ή [[υποδοχή]], Λατ. [[hospitium]], σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> φιλική [[σχέση]] [[μεταξύ]] [[δύο]] [[ξένων]] ή [[μεταξύ]] ενός ατόμου και μιας ξένης πολιτείας (πρβλ. [[πρόξενος]]), <i>ξεινίην τινὶ συντίθεσθαι</i>, Λατ. [[hospitium]] facere [[cum]] [[aliquo]], σε Ηρόδ.· <i>κατὰ τὴν ξενίαν</i>, εξαιτίας των φιλικών τους σχέσεων, σε Θουκ.· πρὸςξενίας [[τᾶς]] σᾶς, λόγω της [[φιλίας]] [[σου]] μαζί μας, σε Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> κοινωνική [[θέση]] ή [[έλλειψη]] προνομίων και δικαιωμάτων ενός ξένου σε αντίθ. προς την κοινωνική [[θέση]] και τα δικαιώματα του πολίτη, <i>ξενίας φεύγειν</i> (ενν. <i>γραφήν</i>), καταγγέλλομαι, εγκαλούμαι ως [[ξένος]], σε Αριστοφ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |