διαπορθέω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=[[destruir]], [[saquear]] Λυρνησσόν <i>Il</i>.2.691, προτείχισμα Th.6.102, τὴν χώραν Th.8.24, Philostr.<i>VA</i> 6.5, cf. Plu.<i>Per</i>.34, τὴν πόλιν Plu.<i>Cam</i>.6, cf. D.H.8.16, 50, Lib.<i>Or</i>.6.12, τὴν κώμην <i>PMasp</i>.2.2.17 (VI d.C.), τὴν Ῥώμην Plu.<i>Num</i>.12, τὸ στρατόπεδον Plu.<i>Lys</i>.11, τὰ ἀλλήλων ref. a tierras, Philostr.<i>VA</i> 6.11, en v. pas. πρὶν τὰ ταφρεύματα διαπορθηθῆναι D.C.47.45.5, Ἑλλὰς ... διαπορθηθεῖσα ... ὑπὸ τοῦ δαίμονος Paus.7.17.1<br /><b class="num">•</b>en perf. [[estar destruido]], [[arruinado]] διαπεπόρθηται τὰ Περσῶν πράγμαθ' A.<i>Pers</i>.714, διαπεπόρθημαι, φίλοι S.<i>Ai</i>.896, διαπεπόρθηται πόλις E.<i>Hel</i>.111.
|dgtxt=[[destruir]], [[saquear]] Λυρνησσόν <i>Il</i>.2.691, προτείχισμα Th.6.102, τὴν χώραν Th.8.24, Philostr.<i>VA</i> 6.5, cf. Plu.<i>Per</i>.34, τὴν πόλιν Plu.<i>Cam</i>.6, cf. D.H.8.16, 50, Lib.<i>Or</i>.6.12, τὴν κώμην <i>PMasp</i>.2.2.17 (VI d.C.), τὴν Ῥώμην Plu.<i>Num</i>.12, τὸ στρατόπεδον Plu.<i>Lys</i>.11, τὰ ἀλλήλων ref. a tierras, Philostr.<i>VA</i> 6.11, en v. pas. πρὶν τὰ ταφρεύματα διαπορθηθῆναι D.C.47.45.5, Ἑλλὰς ... διαπορθηθεῖσα ... ὑπὸ τοῦ δαίμονος Paus.7.17.1<br /><b class="num">•</b>en perf. [[estar destruido]], [[arruinado]] διαπεπόρθηται τὰ Περσῶν πράγμαθ' A.<i>Pers</i>.714, διαπεπόρθημαι, φίλοι S.<i>Ai</i>.896, διαπεπόρθηται πόλις E.<i>Hel</i>.111.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />ruiner de fond en comble, saccager, détruire.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[πορθέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''διαπορθέω''': [[διαπέρθω]], Ἰλ. Β. 691, Θουκ. 6. 102, κτλ. - Παθ., ἐντελῶς καταστρέφομαι, Αἰσχύλ. Πέρσ. 714, Σοφ. Αἴ. 869, Εὐρ. Ἑλ. 111, καὶ παρὰ μεταγ. πεζοῖς.
|lstext='''διαπορθέω''': [[διαπέρθω]], Ἰλ. Β. 691, Θουκ. 6. 102, κτλ. - Παθ., ἐντελῶς καταστρέφομαι, Αἰσχύλ. Πέρσ. 714, Σοφ. Αἴ. 869, Εὐρ. Ἑλ. 111, καὶ παρὰ μεταγ. πεζοῖς.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />ruiner de fond en comble, saccager, détruire.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[πορθέω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth