διαπορθέω
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
English (LSJ)
= διαπέρθω, Il.2.691, Th.6.102, D.H.8.50, etc.:—Pass., to be utterly ruined, A.Pers.714, S.Aj.896 (lyr.), E.Hel.111, Paus.7.17.1, D.C.47.45.
Spanish (DGE)
destruir, saquear Λυρνησσόν Il.2.691, προτείχισμα Th.6.102, τὴν χώραν Th.8.24, Philostr.VA 6.5, cf. Plu.Per.34, τὴν πόλιν Plu.Cam.6, cf. D.H.8.16, 50, Lib.Or.6.12, τὴν κώμην PMasp.2.2.17 (VI d.C.), τὴν Ῥώμην Plu.Num.12, τὸ στρατόπεδον Plu.Lys.11, τὰ ἀλλήλων ref. a tierras, Philostr.VA 6.11, en v. pas. πρὶν τὰ ταφρεύματα διαπορθηθῆναι D.C.47.45.5, Ἑλλὰς ... διαπορθηθεῖσα ... ὑπὸ τοῦ δαίμονος Paus.7.17.1
•en perf. estar destruido, arruinado διαπεπόρθηται τὰ Περσῶν πράγμαθ' A.Pers.714, διαπεπόρθημαι, φίλοι S.Ai.896, διαπεπόρθηται πόλις E.Hel.111.
French (Bailly abrégé)
διαπορθῶ :
ruiner de fond en comble, saccager, détruire.
Étymologie: διά, πορθέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-πορθέω geheel verwoesten:. διαπεπόρθηται τὰ Περσῶν πράγματα de macht der Perzen ligt in puin Aeschl. Pers. 714.
Russian (Dvoretsky)
διαπορθέω:
1 разрушать дотла, разорять, опустошать (Λυρνησσὸν καὶ τείχεα Θήβης Hom.; τὰ Περσῶν πράγματα Aesch.; διαπεπόρθηται πόλις Eur.);
2 уничтожать, губить (χρήματα πάντα διεπόρθησαν Plut.): ᾤχωκ᾽, ὄλωλα, διαπεπόρθημαι Soph. я безвозвратно погиб(ла).
Greek (Liddell-Scott)
διαπορθέω: διαπέρθω, Ἰλ. Β. 691, Θουκ. 6. 102, κτλ. - Παθ., ἐντελῶς καταστρέφομαι, Αἰσχύλ. Πέρσ. 714, Σοφ. Αἴ. 869, Εὐρ. Ἑλ. 111, καὶ παρὰ μεταγ. πεζοῖς.
English (Autenrieth)
= διαπέρθω, Il. 2.691†.
Greek Monotonic
διαπορθέω: μέλ. -ήσω, = διαπέρθω, σε Ομήρ. Ιλ., Θουκ. — Παθ., καταστρέφομαι εντελώς, αφανίζομαι, σε Τραγ.
Middle Liddell
fut. ήσω, = διαπέρθω
Il., Thuc.:—Pass. to be utterly ruined, Trag.
Lexicon Thucydideum
depopulari, devastare, to ravage, lay waste, 6.102.2, 8.24.3, 8.28.3.