ἀεκούσιος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=v. [[ἀκούσιος]].
|dgtxt=v. [[ἀκούσιος]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><i>poét. c.</i> [[ἀκούσιος]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀέκων]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀεκούσιος''': -ον, καὶ α, ον, Λουκ. π. Συρ. Θ. 18. Ἀττ. συνῃρ. [[ἀκούσιος]], ον, [ᾱ], ἀλλ’ ὁ [[ἀσυναίρετος]] [[τύπος]] κεῖται ἐν ἀναπαίστῳ παρὰ Σοφοκλεῖ Τρ. 1263. Ὁ [[ἐναντίον]] τῆς θελήσεως, ὁ παρὰ τὴν θέλησιν, βεβιασμένος, ἠναγκασμένος, ἐπὶ πράξεων ἢ τῶν ἀποτελεσμάτων αὐτῶν· τοῦτο... οὐκ ἀεκ. αὐτῷ ἐγένετο, Ἡροδ. 2. 162, τλήσομαι... ἀεκούσια πολλά, Θέογν. 1343· [[θράσος]] ἀκούσιον (κατὰ διόρθωσιν τοῦ Canter ἑκούσιον, ἀλλὰ [[κάλλιον]] ὁ Ahrens: ἐκ θυσιῶν), Αἰσχύλ. Ἀγ. 803· ἐς ἀκουσίους ἀνάγκας πίπτειν, Θουκ. 3. 82: ― συχν. παρ’ Ἀττ. ἐπὶ ἀκουσίων πλημμελημάτων: ἀκ. [[φόνος]], Ἀντιφῶν 121. 36· ἀκουσίων πράκτορες, [[αὐτόθι]] 39, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 733D, 864Α, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3., 1· τὰ μὲν ἀκούσια [βλάβῃ] ἁπλῇ, τὰ δὲ ἑκούσια διπλῇ, Συλλ. Ἐπιγρ. 71 b. ΙΙ. ὡς τὸ [[ἀέκων]], ἐπὶ προσώπων· ἀλλὰ μόνον ἐν ἐπιρρήμασιν· ἀκουσίως = οὐχὶ θεληματικῶς, Θουκ. 2. 8. Πλάτ. Τίμ. 62C· ἀκ. ἀποθανεῖν, ἀντίθετον τῷ ἑκουσίως ἀποκτείνειν, Ἀντιφῶν 112. 10· ἀκουσίως τινὶ ἀφῖχθαι, τὸ νὰ μεταβῇ τις εἴς τινα οὐχὶ ὡς [[εὐπρόσδεκτος]] [[ξένος]], Θουκ. 3. 31. (Madvig ἀκουσίῳ).
|lstext='''ἀεκούσιος''': -ον, καὶ α, ον, Λουκ. π. Συρ. Θ. 18. Ἀττ. συνῃρ. [[ἀκούσιος]], ον, [ᾱ], ἀλλ’ ὁ [[ἀσυναίρετος]] [[τύπος]] κεῖται ἐν ἀναπαίστῳ παρὰ Σοφοκλεῖ Τρ. 1263. Ὁ [[ἐναντίον]] τῆς θελήσεως, ὁ παρὰ τὴν θέλησιν, βεβιασμένος, ἠναγκασμένος, ἐπὶ πράξεων ἢ τῶν ἀποτελεσμάτων αὐτῶν· τοῦτο... οὐκ ἀεκ. αὐτῷ ἐγένετο, Ἡροδ. 2. 162, τλήσομαι... ἀεκούσια πολλά, Θέογν. 1343· [[θράσος]] ἀκούσιον (κατὰ διόρθωσιν τοῦ Canter ἑκούσιον, ἀλλὰ [[κάλλιον]] ὁ Ahrens: ἐκ θυσιῶν), Αἰσχύλ. Ἀγ. 803· ἐς ἀκουσίους ἀνάγκας πίπτειν, Θουκ. 3. 82: ― συχν. παρ’ Ἀττ. ἐπὶ ἀκουσίων πλημμελημάτων: ἀκ. [[φόνος]], Ἀντιφῶν 121. 36· ἀκουσίων πράκτορες, [[αὐτόθι]] 39, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 733D, 864Α, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3., 1· τὰ μὲν ἀκούσια [βλάβῃ] ἁπλῇ, τὰ δὲ ἑκούσια διπλῇ, Συλλ. Ἐπιγρ. 71 b. ΙΙ. ὡς τὸ [[ἀέκων]], ἐπὶ προσώπων· ἀλλὰ μόνον ἐν ἐπιρρήμασιν· ἀκουσίως = οὐχὶ θεληματικῶς, Θουκ. 2. 8. Πλάτ. Τίμ. 62C· ἀκ. ἀποθανεῖν, ἀντίθετον τῷ ἑκουσίως ἀποκτείνειν, Ἀντιφῶν 112. 10· ἀκουσίως τινὶ ἀφῖχθαι, τὸ νὰ μεταβῇ τις εἴς τινα οὐχὶ ὡς [[εὐπρόσδεκτος]] [[ξένος]], Θουκ. 3. 31. (Madvig ἀκουσίῳ).
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><i>poét. c.</i> [[ἀκούσιος]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀέκων]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm